ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΤΣΑΤΣΗ
Πριν απο μερικές δεκαετίες τις επετειακές ημέρες της Επαναστάσεως του 1821, αποτελούσε κυρίαρχο θέμα συζητήσεων και αντεγκλήσεων στον Τύπο και στα Μέσα Επικοινωνίας, ο χαρακτήρας της. Αν ήταν δηλαδή αστικοδημοκρατική, κοινωνική με έντονο ταξικό χαρακτήρα, εθνικοαπελευθερωτική με πολιτιστικά (θρησκευτικά)στοιχεία κτλ.
Προφανώς η διαμάχη αυτή, η οποία δεν έχει λήξει ακόμη, αντανακλούσε τους τότε προβληματισμούς για την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα. Στην τρέχουσα χρονική περίοδο το ενδιαφέρον των ειδικών και μη, έχει σε μεγάλο βαθμό μετατοπιστεί στην ανάλυση της πορείας των δύο εθνοκοινοτήτων που ενεπλάκησαν στον μακροχρόνιο ανταγωνισμό επιβιώσεως και κυριαρχίας μέχρι την έναρξη της Επανάστασεως, δηλαδή των Ελλήνων και των Οθωμανων.
Η αναβίωση της ελληνικής αυτογνωσίας εμφανίζεται κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, αρχικά μεταξύ των λογίων (Αυτοκρατορία της Νικαίας, Ιωάννης Απόκαυκος, Ιωάννης Πλήθων, λόγιοι που κατέφυγαν στην Δύση). Η γενίκευση της αυτογνωσίας αρχίζει με τους Έλληνες μετανάστες στην Βενετία και εκείνους τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που σπουδάζουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Αναπτύσσεται επίσης το ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα και εκδίδονται κείμενα ή μεταφράζονται ξένα βιβλία σχετικά με την αρχαιότητα. Σε αγιογραφίες εμφανίζονται αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και σε πλοία δίνονται ονόματα αρχαίων Ελλήνων.
Ο αγώνας για την φυσική επιβίωση και πολιτιστική αυτονομία, παρά το γεγονός οτι η νομοθεσία του κυρίαρχου ανεχόταν την ύπαρξη άλλων θρησκειών, οδήγησε τους εναπομείναντες Έλληνες στα ορεινά και νησιωτικά κράσπεδα του γεωγραφικού τους χώρου. Οι κατακτητές κατέλαβαν τις πλούσιες πεδινές γαίες και ανάγκασαν τους Έλληνες πρώην ιδιοκτήτες τους στην ίδρυση των εκατοντάδων ορεινών οικισμών όπου και μπορούσαν να απολαμβάνουν σχετική ασφάλεια. Κατά το 17ο αιωνα σαν αποτέλεσμα διώξεων, καταστροφών, μεταναστεύσεως και εξισλαμισμών ο ελληνικός πληθυσμός, η άλλοτε κυρίαρχη εθνότητα της ανατ. Μεσογείου αγγίζει το ναδίρ του ενός περίπου εκατομ. κατοίκων. Η κυρίαρχη εθνότητα των Οθωμανών εμφανίζει και αυτή τα δικά της ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Διατηρεί την βασική διάρθρωση μιας νομαδικής φυλής, με βασικό στοιχείο επιβίωσης την διαρπαγή, τον υποβιβασμό του κατακτημένου (για όσους απο αυτούς έχουν επιβιώσει) σε απλό παραγωγικό μηχανισμό, την υιοθέτηση στοιχείων του αραβοπερσικού πολιτισμού. Για όσο διάστημα οι επιθετικοί πόλεμοι αποφέρουν άφθονα λάφυρα, κανένα νέφος κάποιας παροδικής ήττας δεν είναι ικανό να σκιάσει το μέλλον της επικράτειας του σουλτάνου. Οταν όμως η τουρκική επέκταση θα ανακοπεί στην κεντρική Ευρώπη, η οικονομική κρίση θα διαβρώσει βαθμιαία τα θεμέλια της Οθωμ. Αυτοκρατορίας.
Έχουν όμως οι Οθωμανοί αρκετά εφόδια και πλεονεκτήματα στη δική τους επιτυχημένη πορεία στη ιστορία. Απρόσμενη δημογραφική ζωτικότητα. Με την μέθοδο του devsirme (παιδομάζωμα) αποψιλώνουν συστηματικά τους χριστιανικούς πληθυσμούς απο το μέλλον τους και ενισχύουν τις τάξεις τους με χιλιάδες υγιείς, ικανούς και φιλόδοξους νέους της Βαλκανικής. Είναι ανοικτοί σε προσήλυτους και δέχονται ευπρόσδεκτα όσους εξωμότες προσέρχονται στην υπηρεσία του σουλτάνου. Δεν είναι χωρίς σημασία οτι οι μισοί απο τους μεγάλους βεζύρηδες απο το 1550 μέχρι το 1750 είναι αλλογενείς.
Σαν ηγετική εθνότητα του Ισλάμ αντλούν αφειδώς απο το πνευματικό απόθεμα των μουσουλμάνων (όσα από αυτό μπορούν να αφομοιώσουν) και απολαμβάνουν απο τους ομόθρησκούς τους υποταγή και συνδρομή όποτε την χρειάζονται και την απαιτήσουν. Είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του κρατικού μηχανισμού και οι μόνοι που νομιμοποιούνται στην κατοχή και χρήση οπλισμού.
Η ανώτατη όμως ηγεσία της αυτοκρατορίας βρίσκεται στα χέρια της βασιλεύουσας οικογένειας, χωρίς περιορισμούς εκτός εκείνων που επιβάλλει ο θρησκευτικός νόμος. Νομοτελειακά η κυβέρνηση γίνεται χώρος αντιπαραθέσεως φατριών με προσωπικά κίνητρα. Όπως επίσης είναι κατανοητό, η κληρονομική διαδοχή φέρνει κατα κανόνα στην εξουσία ανίκανους ηγεμόνες. Αυτό θα αποτελέσει σταδιακά και τον κύριο παράγοντα της καταπτώσεώς τους.
Η πνευματική στασιμότητα των Οθωμανών και η πεισματική τους άνεση να δεχθούν νεωτερισμούς (παρότι αρχικά ήταν πρωτοπόροι πχ στην χρήση πυροβόλων όπλων) τους άφησε σημαντικά πίσω σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς λαούς και με τις χριστιανικές μειονότητες του κράτους τους. Το πρώτο οθωμανικό τυπογραφείο λειτούργησε το 1734 ενώ το πρώτο ελληνικό 1493. Η συνολική παραγωγή τυπομένων βιβλίων στα ελληνικά μέχρι την Επανάσταση ήταν περίπου 9000 ενώ τα τουρκικά δεν υπερέβαιναν τα 400.
Ο υπόδουλος Ελληνισμός κατορθώνει να αναπτύξει άμυνα, με την οποία περιορίζει απώλειες και ζημίες, και μετά το 1700 περίπου, επιθετικότητα με την οποία ανακτά έδαφος. Πρόκειται για μιά περίπτωση ενός γενικότερου ιστορικού φαινομένου: H ιστορική εξέλιξη συντελείται δια διαλεκτικής αντιπαραθέσεως ¨προκλήσεων¨ και ¨απαντήσεων¨ και επιβιώνει όποιος οργανισμός ¨απαντά¨ επιτυχώς.
Στην περίπτωσή μας ο Ελληνισμός απαντά επιτυχώς στις προκλήσεις στα πεδία της οικονομίας, στην υιοθέτηση νεωτερικών ιδεών και στην παραγωγή ηγεσίας. Εκμεταλλεύεται τα κενά και τις αδυναμίες που εμφανίζει η οθωμανική διοίκηση, για να ανασυγκροτηθεί και κερδίζει συνεχώς έδαφος. Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταβάλλεται συνεχώς προς όφελος των Ελλήνων.
Η Μεγάλη Επανάσταση ξεσπάει και επιτυγχάνει σε μια ιστορική στιγμή που συνδυάζει την εξασθένιση των Οθωμανών και την ενίσχυση του Ελληνισμού σε αποφασιστικότητα, ιδεολογική ωριμότητα, εμπειρία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Η σύγκρουση των δύο εθνοκοινοτήτων μπαίνει στην οξύτερη φάση της και θα διακοπεί, έστω προσωρινά, με την δημιουργία του μικρού αλλά ελπιδοφόρου κράτους του νέου Ελληνισμού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου