Ενέργειες-παρεμβάσεις στο κτήμα
Η πρώτη προσπάθεια συνολικής αξιοποίησης του κτήματος πραγματοποιήθηκε το 2011 από την Αρχή Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, η οποία ανέθεσε σε ιδιωτική εταιρεία την κατάρτιση ενός masterplan για το Τατόι που συντάχθηκε με βάση το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας.
Έκτοτε αναμένεται η απόφαση της Πολιτείας για τον καθορισμό νέων χρήσεων γης ώστε να υλοποιηθεί μια πολύπλευρη ανάδειξη-εκμετάλλευση του κτήματος.
«Οι αδυναμίες του θεσμικού αυτού πλαισίου οδήγησαν τους μελετητές σε λάθος κατευθύνσεις όσον αφορά τις νέες χρήσεις των Ιστορικών Κτιρίων του Τατοΐου» σχολιάζει ο Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων του Κτήματος Τατοϊου Βασίλης Κουτσαβλής. «Φανταστείτε ότι μέσα στον κηρυγμένο ιστορικό τόπο σε απόσταση αναπνοής από τους τάφους προβλέπονται 5 τουλάχιστον καφετέριες και ταβέρνες. Το Ιστορικό Ξενοδοχείο “Τατόιον” το κάνουν εστιατόριο ενώ το κτίριο μπορεί να λειτουργήσει και πάλι ως ξενώνας».
Ο Σύλλογος από τη μεριά του, έχει δημοσίως καταθέσει τις προτάσεις του για την αξιοποίηση του κτήματος. Σύμφωνα με αυτές, όπως αναφέρονται στο site του συλλόγου, το κτήμα θα έπρεπε, μεταξύ άλλων να αναδειχθεί ως μουσειακός χώρος, να λειτουργήσει ως δημοφιλής προορισμός city break, να αναβιώσει τις δραστηριότητες που φιλοξενούσε και παλιά ως αγρόκτημα, ως χώρος τένις και ιππασίας αλλά και να βγάζει τα δικά του έσοδα . H φιλοσοφία είναι να λειτουργήσει με πρότυπο «το Κτήμα Chats worth του Ηνωμένου Βασιλείου, ένα κτήμα που γεννά τα δικά του έσοδα και αποτελεί πόλο έλξης του παγκόσμιου τουριστικού κοινού», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο διαδικτυακό τόπο του Συλλόγου.
«Μετά την ολοκλήρωση του Masterplan οι ίδιοι οι μελετητές σε κείμενο 13 σημείων πρότειναν και προέβλεπαν ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει το masterplan θα πρέπει να γίνει η εξειδίκευση των χρήσεων που καθορίζει γενικόλογα το από 2007 Προεδρικό Διάταγμα. Την αναθεώρηση αυτή έπρεπε ήδη από το 2012 να την έχει εισηγηθεί ο ΟΡΣΑ στον Υπουργό Περιβάλλοντος κάτι το οποίο αρνείται να κάνει χωρίς ουδείς να γνωρίζει τους λόγους, σχολιάζει ο κ Κουτσαβλής.
Από τη μεριά του ο κ. Δημόπουλος από τον Φορέα Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας αναφέρει: «Το δάσος Τατοΐου αποτελεί τμήμα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, αλλά αποτελεί ξεχωριστή ενότητα λόγω των ιστορικών και ιδιοκτησιακών του ιδιαιτεροτήτων. Έχει πραγματοποιηθεί μελέτη του Σχεδίου Γενικής Διάταξης για την Προστασία και Ανάδειξη του Κτήματος Τατοΐου, σύμφωνα με σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας και του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας.Οι άξονες παρεμβάσεων, οι οποίοι θα καθορίσουν τους ειδικούς στόχους και δράσεις αξιοποίησης του κτήματος ως μητροπολιτικού πάρκου είναι: Προστασία, διατήρηση και ανάπτυξη του φυσικού περιβάλλοντος. Σεβασμός του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου του Τατοΐου. Η ήπια ανάπτυξη συνδυάζεται με την αποτελεσματική προστασία. Αναφορά στο υπάρχουν νομικό πλαίσιο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και σε αυτό της προστασίας των μνημείων και του ιστορικού τόπου. Ανάπτυξη του αγροτικού δυναμικού. Οργάνωση δραστηριοτήτων αναψυχής, άθλησης και τουρισμού. Δημιουργία πόλου επιστημονικής, εκπαιδευτικής και ερευνητικής δραστηριότητας. Αξιοποίηση των ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων του τόπου».
Συντήρηση-αξιοποίηση
Ο Ορέστης Βαβατσιούλας, διευθυντής της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής αναφέρει ότι το Υπουργείο Πολιτισμού από το 2000 συντηρεί τα κτίρια Τατοΐου με σωστικές εργασίες, «ανάλογα με τα κονδύλια που έχει κάθε φορά».
Μια σημαντική πρωτοβουλία του Υπουργείου ήταν η συλλογή και η συντήρηση των αντικειμένων αξίας που βρέθηκαν μέσα στο κτήμα, και η αποθήκευσή τους σε ειδικά κοντέινερς αλλά και σε αποθήκες του υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και η συντήρηση των τοιχογραφιών στο εκκλησάκι της Ανάστασης. Βρέθηκαν συνολικά 3500 αντικείμενα αξίας και εντάχθηκαν σε πρόγραμμα του ΕΣΠΑ ύψους 1.194.000 ευρώ.
Τόσο το υπουργείο όσο και ο Σύλλογος Φίλων του Κτήματος έχουν προχωρήσει στη σύσταση μελετών αποκατάστασης ορισμένων από τα κτίρια του κτήματος.
Το Υπουργείο Πολιτισμού εκπόνησε το 2012 μελέτες στο σπίτι του αρχικηπουρού, στο σπίτι του δασοφύλακα και στο κτίριο της γεννήτριας ηλεκτρικού ρεύματος. Η επιλογή των κτιρίων αυτών έγινε επειδή βρίσκονται κοντά στον κεντρικό δρόμο και θα μπορούσαν να στεγάσουν γραφεία. Συζητείται να στεγαστούν εκεί οι υπηρεσίες του Φορέα Διαχείρισης του κτήματος, να πραγματοποιείται διάθεση εισιτηρίων, χαρτών και ξεναγών.
Το σπίτι του αρχικηπουρού είναι ρομαντικού ρυθμού με πιθανό εμπνευστή τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη . Έμενε εκεί αρχικά ο κηπουρός του κτήματος ο Θεολόγος Διαμαντίδης κι αργότερα, επί Α Αβασίλευτης Δημοκρατίας, παραθέριζε ο Λογιστής του κτήματος που ονομαζόταν Οικονόμου, μαζί με την οικογένειά του.
Οι παραθεριστικές συνήθειες της εποχής μάλιστα ήταν τέτοιες που θεωρούσαν καλοκαιρινό ταξίδι την… μετακόμισή τους εκεί από το κτίριο των αξιωματικών της ανακτορικής φρουράς, που απείχε λίγες εκατοντάδες μέτρα μέσα στο κτήμα, όπως αναφέρει στο βιβλίο του για το Τατόι ο μελετητής Κώστας Σταματόπουλος.
Το σπίτι του αρχικηπουρού υπήρξε διώροφο κτίσμα με έναν ακόμα υπόγειο όροφο. Όλους τους ορόφους διέτρεχε μια εσωτερική ξύλινη σκάλα. Έως το 2000 σωζόταν άρτια, στην συνέχεια όμως κατέρρευσε. Αυτή τη στιγμή έχει μείνει μόνο ο εξωτερικός λιθόκτιστος τοίχος του.
Η μελέτη του Υπουργείου αναφέρει ότι χρειάζεται να γίνει αποκατάσταση όλου του εσωτερικού του χώρου, αλλά και εργασίες στερέωσης της λιθοδομής. Προτείνεται επίσης να κατασκευαστούν δύο νέα διαφραγματικά ξύλινα δάπεδα πάνω σε δοκούς, ώστε να ξαναδημιουργηθούν τα τρία επίπεδα του εσωτερικού του κτίσματος και να κατασκευαστεί μια νέα εσωτερική ξύλινη σκάλα σε αντικατάσταση της παλιάς Η είσοδος στο κτίριο του αρχικηπουρού γίνεται από μια μικρή λίθινη σκαλίτσα, η οποία επίσης θα αποκατασταθεί.
Το σπίτι του δασοφύλακα βρίσκεται σε παρόμοια ερειπιώδη κατάσταση. Στην αρχική του κατασκευή διέθετε δύο ορόφους, παράσπιτο, πατάρι και ήταν επιχρισμένο με ασβεστοκονίαμα. Στο εσωτερικό του βρέθηκε φυτομορφικός διάκοσμος που έγινε με στένσιλ καθώς και τζάκι.
Στο λιθόκτιστο κτίριο της γεννήτριας ηλεκτρικού ρεύματος, έχει γίνει αποκόλληση του ανατολικού τοίχου με απόκλιση από την κατακόρυφο της στέγης, ενώ έχει καταρρεύσει και η διακοσμητική πέτρινη ταινία του που βρίσκεται περιμετρικά στο εξωτερικό του κτίσματος, κάτω από τη στέγη. Εξαιτίας της τμηματικής κατάρρευσης της στέγης του έχει προκληθεί μούχλα στους εσωτερικούς τοίχους, ρωγμές, και μερική αποκόλληση τοιχοποιίας.
Η Διεύθυνση Αναστύλωσης Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού έχει αναλάβει την μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου των ανακτόρων. Η κ Αμαλία Ανδρουλιδάκη προϊσταμένη της Διεύθυνσης αναφέρει ότι «επιθυμία μας είναι να αποκατασταθεί το ανάκτορο ως μουσείο, επειδή το ίδιο είναι αξιοθέατο, είναι έκθεμα το ίδιο». Η μορφή που θα λάβει το ανάκτορο, σύμφωνα με την κ. Ανδρουλιδάκη, θα είναι εκείνη που είχε το κτίριο επί Γεωργίου Α.
Αναφέρει επίσης ότι έχουν επισκεφτεί τη Ρωσία, προκειμένου να μάθουν περισσότερα για το σχέδιο της Αγροικίας πάνω στο οποίο βασίστηκαν τα σχέδια του ανακτόρου. Η Αγροικία ήταν κατοικία του θείου της γυναίκας του Γεωργίου, την οποία σχεδίασε ο Άνταμ Μενελάους, μαθητής του Σκωτσέζου αρχιτέκτονα Τσαρλς Κάμερον σε ύφος νεογοτθικό.
Τέλος, επιθυμία της Διεύθυνσης είναι να αναβιώσει τους κήπους που βρίσκονται μπροστά στο ανάκτορο και αποτελούν μια ενότητα με αυτό. Οι κήποι ήταν τόσο σημαντικοί που πρώτα διαμορφώθηκαν αυτοί κι έπειτα άρχισε να χτίζεται το ανάκτορο, γράφει ο κ. Σταματόπουλος στο βιβλίο του. Για την αναβίωσή τους η Διεύθυνση Αναστύλωσης Νεωτέρων Μνημείων ότι σχεδιάζει, όπως αναφέρει, να συνεργαστεί με γεωπόνους και δημόσιους φορείς.
Προς το παρόν έχει γίνει αποτύπωση του χώρου του ανακτόρου και μάλιστα με τελευταίας τεχνολογίας σύστημα 3d.
O Σύλλογος Φίλων του Κτήματος ανέθεσε μελέτη αποκατάστασης του Βουτυροκομείου στο ιδιωτικό αρχιτεκτονικό γραφείο «ΑlteraPars». «Το βασικό πρόβλημα του βουτυροκομείου είναι ότι καταρρέει η στέγη του και η βροχή και το χιόνι έχουν διαβρώσει το εσωτερικό του», αναφέρει ι ιδρυτής της εταιρείας και αρχιτέκτονας Ζαννής Πιττακίδης. «Από το2004 έως το 2014 ο ρυθμός καταστροφής του εσωτερικού του σπιτιού ήταν ταχύτατος»
Το βουτυροκομείο του Τατοΐου είναι το αρχαιότερο σωζόμενο βουτυροκομείο στην Ελλάδα, είναι δείγμα ρομαντικής αρχιτεκτονικής με έντονες βορειοευρωπαϊκές επιρροές και κατασκευάστηκε μεταξύ του 1884-1895.
Αποτελείται από δύο κύριους ορθογώνιους, λιθόκτιστους όγκους, τον έναν δίπλα στον άλλο, που καλύπτονται με ξύλινες δίρριχτες στέγες. Ο βόρειος επιμήκης όγκος στέγαζε το εργαστήριο παρασκευής βουτύρου ενώ ο διπλανός όγκος την κατοικία της βουτυροκόμου. Πιθανός αρχιτέκτονάς του υπήρξε ο Αναστάσιος Μεταξάς που αναφέρεται ως ο επίσημος ανακτορικός αρχιτέκτονας μετά το 1890.
Η είσοδος του κτίσματος βρίσκεται στο ύψος της γης. Από εκεί, στο εσωτερικό του κτίσματος ξεκινούν δέκα σκαλάκια που οδηγούν στο υπόγειο, όπου βρίσκεται ο κύριος χώρος παρασκευής του βουτύρου.
Ο τοίχος του χώρου παρασκευής του βουτύρου είναι από σοβά και περιμετρικά υπήρχε ένα μαρμάρινος πάγκος με σιδερένια κιγκλιδώματα που ήταν ο πάγκος εργασίας. Ο χώρος είναι ψηλοτάβανος και έχει τρία παράθυρα που δίνουν φως από τη βορεινή πλευρά ενώ κλείνουν με ξύλινα πατζούρια.
«Το κτίριο διατηρεί τον αρχικό του χαρακτήρα πολύ ικανοποιητικά» αναφέρει η σχετική μελέτη «και δεν έχουν γίνει σε αυτό έντονες επεμβάσεις. Μονάχα στην οικία της βουτυροκόμου έγιναν προσθήκες από κάποιο ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε εκεί από το 1970 έως το 2002».
Προβλεπόμενες δομικές επεμβάσεις στο κτίριο, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι η εφαρμογή υδραυλικών ενεμάτων για τις επισκευές της λιθοδομής, η συρραφή των διαμπερών ρωγμών με λίθινα κλειδιά, η κατασκευή ινοπλισμένων επιχρισμάτων, η τοποθέτηση υαλοπλέγματος στις θέσεις των διαμπερών ρηγματώσεων στο χώρο κατοικίας του βουτυροκόμου.
Για την αποκατάσταση των βλαβών στις τοιχοποιίες και τις στέγες του κτιρίου προβλέπει η μελέτη, να χρησιμοποιηθούν τεχνικές και υλικά παρόμοια με τα αυθεντικά (λίθοι από το λατομείο των Φούρνων, ξυλεία από πεύκα και έλατα του δάσους).
Τα κεραμίδια της στέγης είναι πλατειά, κυματοειδή και είναι μοναδικά στην Ελλάδα. Τα συναντάμε εξάλλου σε όλα τα κτίρια του κτήματος. Κατά την αποκατάσταση της στέγης, αναφέρει η μελέτη, θα διατηρηθούν όσα περισσότερα από αυτά βρίσκονται σε καλή κατάσταση για να επαναχρησιμοποιηθούν.
Το κτίριο του βουτυροκομείου συζητείται να γίνει ένα είδος παντοπωλείου που θα λειτουργεί και ως ντελικατέσεν, με σκοπό να διαθέτει βιολογικά προϊόντα ή άλλα προϊόντα με το brandname του κτήματος Τατοΐου.
Για την απρόσκοπτη λειτουργία του, αναφέρει η μελέτη, θα κατασκευαστεί αποστραγγιστική τάφρος κατά μήκος της βόρειας, δυτικής και νότιας πλευράς, μέχρι τη στάθμη θεμελίωσης και θα δημιουργηθεί πλακόστρωτο περιμετρικά του κτιρίου, ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση σε αυτό ειδικά τον χειμώνα.
Στο εσωτερικό του θα γίνει μια σειρά παρεμβάσεων που θα λύνουν αισθητικά και λειτουργικά προβλήματα, όπως η αλλαγή των ξύλινων κουφωμάτων στα παράθυρα με νεότερα μεταλλικά, η αλλαγή των δαπέδων κ.α Ο περιμετρικός μαρμάρινος πάγκος εργασίας που βρίσκεται στο εσωτερικό του θα διατηρηθεί για να τοποθετούνται καλάθια με προϊόντα ή για άλλη χρήση.
Τόσο ο κ. Ζαννής Πιττακίδης από την εταιρεία «ΑlteraPars» όσο και η κ Ελένη Οικονομοπούλου που συμμετείχε στην ομάδα που εκπόνησε τις μελέτες της Εφορείας μιλούν με ενθουσιασμό για τη δουλειά τους. «Συλλέγουμε κάθε μικρό στοιχείο που βρίσκουμε μέσα και γύρω από το κτίριο και το μελετάμε και το αξιοποιούμε», αναφέρει η κ. Οικονομοπούλου. «Η δουλειά μας, είναι δουλειά ντεντέκτιβ!» Όσο για τις δυσκολίες που τυχόν αντιμετώπισαν, ο κ. Πιττακίδης σχολιάζει: «Τα κτίρια στο Τατόι μιλούν από μόνα τους. Το ίδιο το κτίριο σε οδηγεί. Η αποκατάσταση σταματάει εκεί που αρχίζεις να φαντάζεσαι πράγματα».
Τα σαράντα λιθόκτιστα κτίρια του Τατοΐου αναμένουν μέσα στον κόρφο της φύσης να τα ανακαλύψουμε. Ο επιβλητικός όγκος τους, το σημάδι τους από το πέρασμα του χρόνου, η πρωτόγονη αίσθηση της πέτρας και του ξύλου τοποθετημένα μέσα σε καλλίγραμμες κατασκευές αποτελούν χάρμα οφθαλμών. Σε αρμονική συνύπαρξη, η φύση αλλάζει πρόσωπο κάθε εποχή και τα πλαισιώνει με διαφορετικά χρώματα. Τα σχέδια για την εκμετάλλευση του κτήματος υπόσχονται την οικονομική του αυτοδυναμία αλλά και την διάσωσή του από το χρόνο. Ο καθορισμός των χρήσεων γης της περιοχής αποτελεί ένα «καυτό» ζήτημα, που θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι σε κάθε περίπτωση αν πραγματοποιηθούν παρεμβάσεις θα χρειαστεί να σεβαστούν το τοπίο.