Η αναμενόμενη ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών από τον κ. Μητσοτάκη, στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο, δεν είχε κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Συνοδεύτηκε από την προσπάθεια εξωραϊσμού της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ, μαζί με τις χιλιοειπωμένες δικαιολογίες περί «εξωγενών κρίσεων», που δήθεν «δεν επέτρεψαν να γίνουν όλα όσα έπρεπε». Σε αυτή την ανακοίνωση ξεχώρισε και ο γνωστός εκβιασμός περί «ακυβερνησίας ή σταθερότητας».
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το -προσφιλές στα αστικά κόμματα- εκβιαστικό δίλημμα περί «σταθερότητας» υιοθετείται και από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για ένα δίλημμα που σερβίρεται σε διαφορετικές εκδοχές, μ’ έναν όμως κοινό παρονομαστή, που δεν είναι άλλος από την απόσπαση της στήριξης ή ανοχής του λαού σε μια πολιτική που τη ζει χρόνια τώρα και τελικά είναι αυτή που συσσωρεύει στον ίδιο ακόμη περισσότερη αστάθεια και ανασφάλεια. Άλλωστε, απόρροια αυτής ακριβώς της πολιτικής ήταν και η πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη και πιο συγκεκριμένα της πολιτικής για την «απελευθέρωση» - ιδιωτικοποίηση των μεταφορών, που εφάρμοσαν διαδοχικά όλες οι κυβερνήσεις, επιδρώντας καθοριστικά και στα μέτρα ασφάλειας και προστασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η μεν ΝΔ αναγορεύει σε παράγοντα σταθερότητας τη δική της «αυτοδυναμία», ο δε ΣΥΡΙΖΑ μια κυβέρνηση συνεργασίας που της δίνει τον ψευδεπίγραφο τίτλο «προοδευτική». Το ΠΑΣΟΚ επινοεί διάφορα σχήματα για να συγκαλύψει τη διαθεσιμότητά του να συγκυβερνήσει τόσο με τον έναν όσο και με τον άλλον.
Αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να κρατήσει ο λαός μας ενόψει των εκλογών, ότι δηλαδή τα άλλα κόμματα συμφωνούν στον στόχο της λεγόμενης σταθερότητας και τσακώνονται για το ποιο κυβερνητικό σχήμα θα τον εκπληρώσει. Συνεπώς, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αυτό, γύρω από το οποίο προσπαθούν να στήσουν την προεκλογική τους αντιπαράθεση, δηλαδή το «ποιος» θα κυβερνήσει και το «πώς» θα κυβερνηθεί η χώρα.
Το κρίσιμο ερώτημα για τον λαό, που σκόπιμα αποφεύγουν, είναι το «τι». Τι θα υλοποιήσει αυτή η «σταθερή» κυβέρνηση;
Είναι προφανές ότι η επόμενη κυβέρνηση έχει προκαθορισμένη ατζέντα, βαθιά αντιλαϊκή.
Το Ταμείο Ανάκαμψης με τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενά του, η πολιτική της λεγόμενης πράσινης μετάβασης που επιδρά αρνητικά στα ζητήματα ενεργειακής επάρκειας κι ακρίβειας, η πολιτική της «απελευθέρωσης» κρίσιμων τομέων, που τη ζήσαμε στην Ενέργεια, στις Μεταφορές και τώρα επισπεύδεται και στον τομέα του νερού, οι δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ και τους σχεδιασμούς του, μια «ΝΑΤΟικής» κοπής συμφωνία στο Αιγαίο και πολλά ακόμη θα είναι το πρόγραμμα της όποιας επόμενης κυβέρνησης.
Σε όλα τα παραπάνω συμπίπτουν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, γι’ αυτό και κάνουν συστηματική προσπάθεια αυτά να θεωρηθούν περίπου ως «αυτονόητα» και να μείνουν εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Άλλωστε, αυτή η κοινή προγραμματική τους βάση ήταν που οδήγησε, κατά την τελευταία τετραετία, τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει ψηφίσει σχεδόν τα μισά νομοσχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το δε ΠΑΣΟΚ πάνω από το 70%. Κι αυτή η κοινή τους βάση ήταν που τους οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν να ξεπεράσουν τις επιμέρους διαφορές τους και να συνεργαστούν, όποτε απαιτήθηκε χάριν της σταθερότητας του συστήματος.
Το ίδιο θα ξανακάνουν αν χρειαστεί και γι’ αυτό προετοιμάζονται αντίστοιχα σενάρια, ανεξάρτητα από το ποιο ή ποια τελικά θα προκριθούν. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις για μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, η επιστράτευση «τρίτων προσώπων», οι δηλώσεις που ακούγονται συχνά-πυκνά από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι εφικτή μια συνεργασία με τη ΝΔ «χωρίς τον Μητσοτάκη» ή με τμήματά της, πιθανά κι άλλα ακόμη που θα ακούσουμε μέχρι τις εκλογές, στρώνουν το έδαφος τέτοιων διεργασιών.
Ωστόσο, ο λαός έχει πλέον συσσωρευμένη πείρα. Δεν είμαστε ούτε στο 2009, ούτε στο 2012-2015, ούτε στο 2019. Έχουν δοκιμαστεί οι πάντες και τα πάντα, σε διαδοχικά αντιλαϊκά κυβερνητικά σχήματα που έφτιαξαν η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ μαζί με άλλα κόμματα «μιας χρήσης». Αυτοδύναμες κυβερνήσεις και κυβερνήσεις συνεργασίας, με το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση αρνητικό για τον λαό.
Παρόμοια είναι η εμπειρία και από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, όπου οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των εργαζομένων -οι μεγαλύτερες τα τελευταία πολλά χρόνια- σε Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Πορτογαλία κλπ. επιβεβαιώνουν ότι καμία κυβέρνηση διαχείρισης της σημερινής καπιταλιστικής βαρβαρότητας (με όποιο χρώμα, τίτλο ή σύνθεση) δεν μπορεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα: Τα κέρδη από τη μία, τα δικαιώματα και τις ζωές των λαών από την άλλη, όπως σημείωναν και τα συνθήματα που φωνάχτηκαν από χιλιάδες λαού και νεολαίας στις διαδηλώσεις μετά το έγκλημα στα Τέμπη.
Όλα αυτά συμβαίνουν, μάλιστα, σε μια περίοδο που πέρα από την κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία, πυκνώνουν τα σύννεφα και μιας νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Εξού και το άγχος για τη διαφύλαξη της «τάξης» και της «σταθερότητας» από τη δυναμική της εργατικής - λαϊκής παρέμβασης που μπορεί «να φέρει τα πάνω κάτω».
Σήμερα, ο λαός μπορεί να πορευτεί διαφορετικά βασιζόμενος στην ίδια του την πείρα. Υπάρχει η δυνατότητα ευρύτερες εργατικές - λαϊκές δυνάμεις να κάνουν το βήμα ανεξάρτητα από τις επιλογές που έκαναν μέχρι τώρα. Να απορρίψουν τους διπλούς εκβιασμούς (ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ, πρώτη κάλπη - δεύτερη κάλπη) που θα δυναμώνουν, αλλά και θα μεταλλάσσονται όσο πλησιάζουν οι εκλογές. Να γυρίσουν την πλάτη σ’ όλους εκείνους που πονηρά βαφτίζουν «αντισυστημική» την ψήφο σε κόμματα «μιας χρήσης», ακόμη και σε ακροδεξιά - φασιστικά μορφώματα, προκειμένου να κατευθύνουν εκεί τη δικαιολογημένη οργή του λαού και της νεολαίας.
Να προσέλθουν στις εκλογικές μάχες με μία και μόνη επιλογή: Κανένας από τους δύο και τους πρόθυμους συγκυβερνήτες τους, κάτι που -ακόμη κι ως πλειοψηφικό ρεύμα- αποτυπώνεται πλέον και στις δημοσκοπήσεις.
Όσο πιο αδύναμα είναι τα κόμματα που -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- θα σχηματίσουν την επόμενη αντιλαϊκή κυβέρνηση κι όσο πιο ψηλά βρίσκεται το ΚΚΕ, τόσο πιο δυνατός θα γίνεται ο λαός και το κίνημά του για να πάρει ανάσες, για να εμποδίζει και να καθυστερεί αντιλαϊκά μέτρα, για να διαμορφώσει πραγματικές θετικές εξελίξεις και ανατροπές προς όφελός του. Αυτή είναι η μόνη πραγματική σταθερότητα για τον λαό και το ΚΚΕ το κόμμα που μπορεί να την εγγυηθεί.
Ο Γιάννης Γκιόκας είναι βουλευτής, μέλος της ΚΕ, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του ΚΚΕ και υποψήφιος βουλευτής Αν. Αττικής
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου