Πρωινό δρομολόγιο
ΚΤΕΛ Ηγουμενίτσας, λεωφορείο για την
πρωτεύουσα και ανοιχτές οι πόρτες του
χώρου αποσκευών του λεωφορείου, για να φιλοξενήσουν βαλίτσες, τσάντες και
κιβώτια των επιβατών.
Συνήθως μπαίνοντας μέσα σε λεωφορείο ο
επιβάτης, εύχεται, ο διπλανός συνεπιβάτης του να είναι του αντιθέτου φύλου και
εμφανίσιμος, πλην όχι μεγάλης ηλικίας. Αν ατυχήσει σε αυτό, θα το ξεπερνούσε κάπως ανάλαφρα αν η θέση του
είναι από παράθυρο μεριά. Όχι απαραίτητα για να απολαύσει το οπτικό χάρμα της
διαδρομής, βλέποντας εικόνες της φύσης που μας χάρισε το σύμπαν, ούτε την
σκόρπια έμπνευση της παρέμβασης του ανθρώπου
στο περιβάλλον, αλλά για να γύρει το κεφάλι του και να νυστάξει τα μάτια
του!
Μεγάλη η διαδρομή και η ταλαιπωρία, ως να βγεις από τα «όρια ευθύνης»
του νομού για να φτάσεις στην Αθήνα, διαπερνώντας τα μισά χωριά της Θεσπρωτίας,
δίκην «άγονης γραμμής» όπου παλαιότερα υπήρχε ειδικό δρομολόγιο. Προφανώς
γίνονται πολλαπλές εξυπηρετήσεις για την επιβίωση πρώτα της εταιρείας των
λεωφορείων και τέλος για την εξυπηρέτηση των επιβατών «της Οδύσσειας». Από
αμίλητοι ως ευγενέστατοι συνήθως οι οδηγοί, ακούνε τα «εξ αμάξης» χωρίς καθόλου
να φταίνε.
Έτσι και ο ψαρομάλλης
κύριος που είχε κάνει κατάληψη σε ενάμιση κάθισμα γκρίνιαζε σαν σταθμάρχης και
παρατηρούσε για την αργοπορία της αναχώρησης, επαναλαμβάνοντας πολλάκις ότι «κι
άλλη φορά το είχε πάθει».
Όπου γκαντέμης και γκαντεμιά…
Γκαντεμιά σε όλα τα μέτωπα και
για μένα! Έπρεπε να καθίσω σαν τον Εξοχότατο Πρόεδρό μας, δίπλα από έναν (επιεικώς)
αγενή ανατολίτη πρόεδρο, φιλοξενούμενο της Προεδρίας μας πριν
λίγο καιρό. Σε μισό κάθισμα δηλαδή έπρεπε να καθίσω. Έτσι απλωμένο βλέπω τον εν
λόγω συνεπιβάτη, να αγορεύει περί της
καθυστέρησης της αναχώρησης, κοιτάζοντας το ρολόι του και να μετράει τα λεπτά. Πρώτη απορία μου ήταν αν στα
νιάτα του χρημάτισε ποτέ διαιτητής, για να αποφύγω την συζήτηση περί
ποδοσφαίρου μαζί του. Το αντιμετώπισα χιουμοριστικά και αφού του υπενθύμισα ότι
έχει απλωθεί παντού, ευγενέστατα προθυμοποιήθηκε να περιοριστεί στο κάθισμα,
για το οποίο είχε πληρώσει το αντίτιμο
του εισιτηρίου.
Ψαρομάλλης όπως προείπα με γούστο χτενισμένος, μυστακοφόρος και με
μεράκι βεβαίως η τσιγκελωτή προς τα πάνω εκδοχή του μύστακα, που επιμελώς το
είχε στρίψει κάνοντας ημικύκλιο και κάτι. Μερακλίδικα γυρισμένο προς τα πάνω
και εμφανώς κολλημένο με άγνωστο σε μένα υλικό.
Συμμετρικό εκατέρωθεν το
μουστάκι, σε βάζει σε ερωτηματικά αν βουκολική είναι η προσπάθεια της
περιποίησής του ή παλαιομοδίτικη έκφραση της ηρωικής εποχής του πολέμου της
απελευθέρωσης 1912-13.
Κάθισα δίπλα και το πήρα απόφαση πως θα είμαστε συνεπιβάτες ως την
πρωτεύουσα με την δραματική ατυχία, ότι δεν έχω ωτοασπίδες και ότι ως σήμερα
δεν υπέπεσα σε τόσο βαρύ παράπτωμα ώστε να υποστώ την βάσανο της ανάκρισης επί
συνεχούς επταώρου, από την αφετηρία ως το τέρμα.
Δεν αρκέστηκε να πάρει απαντήσεις στα στοιχειώδη, έπρεπε να πω και τους
λόγους της μετάβασής μου στην πρωτεύουσα. Το απέφυγα επιμελώς αρκετές φορές,
λέγοντας άλλα ή ερωτώντας κι εγώ με γενικότητες. Μεγάλη η «εξ αμελείας» βοήθεια,
από κάποιους που του τηλεφωνούσαν, αλλά αποδείχτηκε ότι το βασανιστήριο της
ηχορύπανσης θα συνεχιζόταν ενώ ανέβαζε κι άλλο τα ντεσιμπέλ, βάζοντας σε
δοκιμασία τις φωνητικές χορδές του οριακά να βραχνιάσει. Κοντολογίς, δεν έλεγε να το κλείσει το ρημάδι!
Αγόρευε τηλεφωνικά για κάνα μισάωρο ώσπου ακούω να χτυπάει κι άλλο
τηλέφωνο. Θα σταματήσω αυτόν το χείμαρρο υπέθεσα αν τον ειδοποιήσω ότι
ακούγεται ένα άλλο τηλέφωνο από την τσέπη του σακακιού του.
«Κλείσε θα σε πάρω μετά, χτυπάει το άλλο!», ενημερώνει τον συνομιλητή
του. Αποφάσισα να τα αντιμετωπίσω όλα αυτά με χιούμορ γλυτώνοντας έτσι από
πολλά «ψυχονευρωτικά βασανιστήρια». Αποπειράθηκα
κάποιες στοιχειώδης ερωτήσεις και έμαθα ότι λέγεται Φώτης.
Σκέφτηκα ότι η προσφώνηση «μπάρμπα
Φώτης» θα του ταίριαζε καλύτερα και δεν έπεσα έξω. Λαλίστατος ο μπάρμπα Φώτης,
αφηγηματικός και με το ανάλογο ανά περίσταση χιούμορ, δεν κρατιόταν. Τον
«ζύγισα» ως καλά προπονημένο όχι μόνο στην ομιλία αλλά και στην ταυτόχρονη
εισπνοή αέρα, για τον επόμενο συρμό της ακατάσχετης ροής του λόγου του.
Ρώτησε κάτι ο μπάρμπα Φώτης και τόλμησα να απαντήσω έστω και
περιληπτικά. Δεν θυμάμαι αν τελείωσα την πρόταση ή μου την τελείωσε ο εν λόγω
συνεπιβάτης μου.
«Α…! όπως την έπαθα εγώ μια φορά
στον Καναδά….»
Μισή ώρα μιλούσε με την ίδια ανάσα, όπως το πνευστό γκάιντα που δεν
κάνει παύση παρά η μουσική της είναι συνεχής. Άγνωστο σαν μουσικό όργανο στην
περιοχή μας και το αναπληροί επάξια ο μπάρμπα Φώτης και πολλοί άλλοι μπάρμπα
Φώτηδες.
Άλλη μία προσπάθειά μου να τον αναγκάσω σε ένα «time out» δευτερολέπτων,
δεν μου έδωσε την χαρά της μονόλεπτης τουλάχιστον διακοπής του. Απάντησε ακαριαία, αδιαφορώντας για τον
προηγούμενο μονόλογό του, που τον άφηνε στην μέση:
«Α…! τι μου θύμησες τώρα, όταν
έμενα στην Αθήνα…»
Το βασανιστήριο συνεχιζόταν και για τους γύρω μας καθήμενους επιβάτες
όμως στο στόχαστρο ήμουν εγώ.
Αποπειράθηκα να του κόψω τον ειρμό, δείχνοντάς του την γέφυρα του Ρίο
και ζητώντας να συμφωνήσει ότι είναι ένα ωραίο και χρήσιμο έργο…
«Ναι… αλλά πόσα φάγανε…Στην
Γερμανία που έκατσα χρόνια τα έργα παραδίνονται στην ώρα τους και δεν τρώνε όπως
εδώ…»
Κοσμογυρισμένος ο μπάρμπα Φώτης, και όπως τον «έκοψα» μπερμπάντης, θα
έπαιζε το μάτι του, όχι μόνο στα νιάτα του αλλά και τώρα. Και είχε το σκαρί του
ομορφάντρα που στα νιάτα του θα είχε πέραση.
« Όλο μίζες και τώρα πληρώνουμε…». Άρχισε να βρίζει όλους τους
«πολιτικούς απατεώνες»…
Τώρα, (σκέφτηκα) ήρθε το τέλος μου, δεν θα αντέξω ως το τέρμα. Κοιτούσα
πίσω, κανένα διπλό κάθισμα άδειο για να πάω να καθίσω μόνος.
Τα δύο τηλέφωνα τα κρατούσε στο χέρι. Ακούγεται και κάποιο άλλο να
χτυπάει επίμονα. Απορροφημένος από τον κόσμο της αφήγησης δεν το κατάλαβε, ενώ οι πίσω μας καθήμενοι
δυσανασχετούσαν από την ακατάπαυστη περί ανέμων και υδάτων ομιλία του.
Δύο τηλέφωνα είναι συνηθισμένο, όμως και τρίτο…!
«Βρε μπάρμπα, κι άλλο κινητό έχεις;»
«Ναι βρε παιδί μου, περίμενε λίγο…» Λες και βιαζόμουν να ακούσω την
συνέχεια των όσων έλεγε αλλά και που δεν είχα συγκρατήσει τίποτε. Σηκώνει και
το τριτο κινητό:
«Έλα μωρή… δεν σου είπα να μη με πάρεις σε τούτο; Έχεις το άλλο νούμερο σου είπα… Καλά, άσε με τώρα θα σου πω όταν φτάσουμε…!»
Και γυρίζοντας σε μένα:
«Η γυναίκα μου…»
«Καλά ρε μπάρμπα, πολλά κινητά δεν έχεις;»
«Σε τούτο έχω κρατημένο νούμερο, χωρίς να το χρησιμοποιώ, μόνο με
καλούν, δεν θέλω να χάσω το νούμερο, το ξέρουν όλοι και εδώ με παίρνουν οι
περισσότεροι… Το έχω από τότε που ήμουν στην Γερμανία. Τούτο το έχω σε πακέτο
που έβαλα μαζί με το ίντερνετ και έχω και αυτό».
Μου
έδειξε και το τρίτο που είναι ένα iPhone της προκοπής
χώρια, για να έχω σαφή εικόνα και καλή κατατόπιση περί των κινητών του. Τι το
ήθελα και το άνοιγα το στόμα! Άρχισε περί κινητής τηλεφωνίας και απατεώνων που
μας κλέβουν είτε σύνδεση έχουμε είτε καρτοκινητό. Αγόρευσε αρκετή ώρα ως που
θεώρησε ότι εξάντλησε το θέμα.
«Και πού είχαμε μείνει;» με ρωτάει για να συνεχίσει να με… πυροβολεί με
την προηγούμενη θεματολογία της ασταμάτητης ροής του λόγου του.
Μετά από κάποια στάση σκέφτηκα να πάω να δω πίσω μήπως άδειασε κάποιο
διπλό κάθισμα, γιατί σφύριζαν τα αυτιά μου. Μιλούσε δυνατά ο μπάρμπα Φώτης. Τον
είχα ρωτήσει πριν λίγο χωρίς το μπάρμπα, διότι κατάλαβα πως δεν το προτιμούσε.
Το «μπάρμπας» σημαίνει και μεγάλος από χρόνια, προχωρημένης ηλικίας
και εκείνος όπως κατάλαβα αισθανόταν…
σταματημένης ηλικίας αλλά και ήθελε
αμεσότητα στην κουβέντα. Φώτης καλύτερα και
μια χαρά οικειότητα πατριώτικη, μιας και γνωριστήκαμε:
«Βρε Φώτη, γιατί μιλάς τόσο δυνατά, μισό μέτρο μακριά είμαι..»
«Γιατί δεν ακούω ρε Σωτήρη, για αυτό»
Σκέφτηκα αυθόρμητα: «Δεν ακούς, γιατί μάλλον δεν χρειάστηκε ποτέ να
ακούσεις, όλο μιλάς». Και δεν μπόρεσα να κρατήσω ένα χαμόγελο…
«Γελάς ε Σωτήρη; Άμα περάσουν τα
χρόνια… Όταν ήμουν τριάντα πέντε χρονώνε…»
«Φώτη, θα πάω λίγο πίσω μήπως έχει κανένα άδειο κάθισμα να κοιμηθώ
λίγο.
«Να πας Σωτήρη μου, να πας παιδί μου να
ξεκουραστείς. Τα πράγματα άστα, τα προσέχω εγώ».
Ευγενικός και πρόθυμος ο καλός άνθρωπος και με αρκετή εμπειρία ζωής και
κοινωνική μόρφωση, πλην λαλίστατος. Μετά από κάποιες στάσεις υπήρχε πίσω ένα
διπλό κάθισμα άδειο. Χάρηκα για την τύχη μου αλλά και αναρωτήθηκα πώς και δεν
είχε πάει κάποιος άλλος!
Πίσω μου ήταν μόνος ένας παράτυπα εισελθών εντός της Ελλάδος αλλοδαπός,
μάλλον Πακιστανός, θα είχε την δική του περιπέτεια κι αυτός. Έγειρα προς το
τζάμι, μήπως και κοιμηθώ λίγο.
Μπα, αδύνατον… Από πίσω ερχόταν μια
μυρωδιά που σημάδευε ακριβώς τα ρουθούνια μου. Πού να βρει νερό το παλικάρι…
Για αυτό απομακρύνθηκαν ολόγυρα και βρήκα θέση! Γύρισα πάλι στην θέση μου, ήταν
καλύτερα να ακούω τον χειμαρρώδη Φώτη.
Άλλο που δεν ήθελε ο Φώτης, αμέσως κάθισα έτοιμος να αρχίσει πάλι. Του
έλειψα όπως ο σάκος του μποξ στον πυγμάχο.
«Δεν κοιμήθηκες ορέ Σωτήρη; Ακούμπα σε μένα δε με πειράζει.»
«Μύριζε πολύ Φώτη εκεί πίσω».
«Από δαύτο δεν κοιμήθηκες; Τι μύριζε Σωτήρη;»
«Πίσω μου καθόταν κάποιος, μάλλον έχει χρόνια να πλυθεί! Δεν αντέχεται
και έφυγα»
«Ποιος ήταν μωρέ» Και γυρίζει
πίσω να δει, πρόθυμος να μου συμπαρασταθεί ηθικά, αλληλέγγυος στην επιθυμία μου
για ξεκούραση.
«Άστο Φώτη δεν έχει σημασία»
«Τον είδα, εκείνος ο…»
«Ο παράτυπα εισελθών εντός της Ελλάδος είναι Φώτη, γάτος είσαι…» Του
λέω γελώντας κι εγώ.
«Τι μου λες μωρέ Σωτήρη, ο λαθρομετανάστης θέλεις να πεις..»
«Απαγορεύεται να τον πεις έτσι
Φώτη…»
«Τι λες μωρέ Σωτήρη, άλλο τούτο; Αν εγώ δεν είχα βγάλει εισιτήριο δεν
θα με λέγανε λαθρεπιβάτη εδώ μέσα;»
«Έτσι λέει κι ο Μπαμπινιώτης Φώτη…»
«Τι; Μπάρμπας σου είναι αυτός;»
«Χα.. χα.. Όχι Φώτη, καθηγητής είναι, αλλά έτσι όπως το καταλαβαίνεις
εσύ τα γράφει. Αλλά όλοι θα το αλλάξουν κάποια στιγμή…»
[Αυτό
γράφει ο Μπαμπινιώτης και όλοι οι άλλοι Φώτη. Στο μέλλον μπορεί να κράζουμε
αντί να μιλάμε, δεν ξέρω. Λαθροµετανάστης: πρόσωπο που
µετακινείται και εγκαθίσταται σε χώρα άλλη από αυτήν τής καταγωγής του, χωρίς
να πληροί τους απαραίτητους όρους ή χωρίς να έχει περάσει από τις νόµιµες
διαδικασίες.
Σημ.: Μπαμπινιώτη
σελ. 985 Μούσκεμα τα έκανες και συ κ.
καθηγητά αυτός λέγεται: «παράτυπα εισελθών εντός της Ελλάδος»)].
«Δεν μου είπες με τι ασχολείσαι Σωτήρη. Σε ρώτησα από όταν πέρασε την
Παραμυθιά το λεωφορείο. Και δεν μου
είπες γιατί πας στην Αθήνα…»
«Γράφω καμιά φορά Φώτη…!»
«Ααα γράφεις ε; Αλήθεια;
Μπράβο…»
«Να τα γράψεις αυτά που κάνουν και ταλαιπωριόμαστε…»
«Δεν είμαι δημοσιογράφος βρε Φώτη…!»
«Α! κατάλαβα…! Μέχρι να φτάσουμε
έχω να σου πω μια ιστορία, να την γράψεις…»
«Πάλι; Δεν θα ξεκουραστούμε λίγο;»
«Θα σου την πω, είναι καλή ιστορία! Αλλά θα μου πεις και γιατί πας! Για
καλό;
Εύχομαι να ’σαι καλά και να σε ξανασυναντήσω βρε Φώτη! Τουλάχιστον δεν
πέρασες απαρατήρητος κι έχεις καλή καρδιά!