Τελευταια Νεα
Φόρτωση...

Το εξαιρετικό αφιέρωμα της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Αχαρνών για την απώλεια του Βασίλειου Τσούπρα



 Στις 9 Μαΐου απεβίωσε ο Βασίλειος Τσούπρας (12 Δεκεμβρίου 1934 – 9 Μαΐου 2025).

Ο Βασίλειος Τσούπρας υπήρξε εμπνευσμένος Ιεροκήρυκας που κήρυξε σε όλες τις ενορίες των Αχαρνών για πολλά χρόνια και υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητός στους συμπατριώτες μας. Ήταν θεολόγος και κοινωνιολόγος, συγγραφέας και αγωνιστής για τα δικαιώματα των τυφλών και των αναπήρων. Ίδρυσε την Κοινωνική και Πολιτιστική Κίνηση «Επάλξεις», εξέδωσε την
ομώνυμη εφημερίδα και ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης και της Πανελλήνιας Ένωσης Εθελοντών Αιμοδοτών.

Γεννήθηκε στο Καπελέτο Ηλείας, δωδέκατο παιδί της οικογένειάς του. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Τσούπρας και η Ιωάννα το γένος Ντόκου. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια δουλεύοντας στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας, αλλά και ως μικροπωλητής σε όλη την Ηλεία και τα Καλάβρυτα. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1947, σε ηλικία 13 ετών, έχασε τελείως την όρασή του λόγω ατυχήματος στον εμφύλιο, καθώς ξεκινούσε τη φοίτηση στο γυμνάσιο. Παρά τις δυσκολίες, με πίστη στον Θεό και επιμονή, κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές του. Το 1948 γράφτηκε στον Οίκο Τυφλών στην Καλλιθέα, όπου έμαθε τη γραφή τυφλών, μουσική κ.ά. Στη συνέχεια φοίτησε στο νυχτερινό οκτατάξιο γυμνάσιο (όχι για τυφλούς) της οδού Λιοσίων στην Αθήνα, απ’ όπου αποφοίτησε το 1958. Παράλληλα εργαζόταν
στο πτηνοτροφείο της Αμερικανικής Σχολής.

Πέρασε με εξετάσεις (με γραφή βλεπόντων), συγχρόνως στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πάντειο. Επέλεξε τη Θεολογική, από όπου αποφοίτησε το 1962. Ήταν ένας από τους πρώτους τυφλούς πτυχιούχους στην Ελλάδα. Σπούδασε
ακολούθως στη Νομική Θεσσαλονίκης και στη Φιλοσοφική Αθήνας. Μετεκπαιδεύτηκε σε Κοινωνιολογία και Ψυχολογία στα Πανεπιστήμια Σορβόννης, Βόννης και Μονάχου.

Μιλούσε πάνω από 15 ξένες γλώσσες και είχε διπλώματα σε Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.

Το 1964 παντρεύτηκε τη Γεωργία Καραβία, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά: τον Νέστορα, τον Γεώργιο, τον Χρήστο, τον Αλέξανδρο και την Ιωάννα. Δυστυχώς, έχασε δύο από τα παιδιά του, γεγονός που αντιμετώπισε με βαθιά πίστη και υπομονή.

Υπήρξε αγωνιστής για την πίστη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Στη δεκαετία του 1960 πρωτοστάτησε στους Φοιτητικούς Θεολογικούς Αγώνες και υποστήριξε την κοινωνική κατεύθυνση της θεολογίας. Κατά τη Δικτατορία αγωνίστηκε
κατά του καθεστώτος και διώχθηκε για τις απόψεις του. Παύθηκε από τη θέση του ως Ιεροκήρυκας και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να καταφύγει στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ψυχολογία. Επέστρεψε το 1973 και συνέχισε τη δράση του. Διορίστηκε καθηγητής σε Εκκλησιαστική Σχολή αλλά απομακρύνθηκε το 1976 λόγω της συμμετοχής του στον αγώνα των τυφλών.

Από τα μαθητικά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα των τυφλών, κατέχοντας θέσεις προέδρου και αντιπροέδρου στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Τυφλών και το Εθνικό Συμβούλιο Τυφλών. Το 1976 πρωτοστάτησε στην κατάληψη του Οίκου Τυφλών διεκδικώντας κοινωνική και επαγγελματική αποκατάσταση των τυφλών. Ο αγώνας αυτός οδήγησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση της
επαιτείας και η αναγνώριση επαγγελματικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των τυφλών. Ο Οίκος Τυφλών πέρασε στον έλεγχο του Δημοσίου, με θεαματικές βελτιώσεις στο επίπεδο διαβίωσης και εκπαίδευσης των τυφλών μαθητών. Επίσης, ήταν η απαρχή
για τις σημαντικές εξελίξεις των επομένων ετών στα θέματα των αναπήρων, όπως η κοινωνική και επαγγελματική αποκατάσταση και η αναγνώριση των δικαιωμάτων τους.

Ήταν σταθερός υποστηρικτής της κοινωνικής προόδου και της συνεργασίας. Το 1977 ίδρυσε την Ελληνική Χριστιανοκοινωνική Ένωση, προωθώντας την ενότητα των χριστιανικών και κοινωνικών κινημάτων. Υπήρξε ο πρώτος τυφλός που διεκδίκησε θέση στη Βουλή.

Το 1990 ίδρυσε την Πολιτιστική και Κοινωνική Εταιρεία «Επάλξεις», που λειτούργησε και ραδιοφωνικό σταθμό με στόχο τη διάδοση της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Παρήγαγε εκπομπές για παιδιά και νέους σε συνεργασία με ραδιοφωνικούς και
τηλεοπτικούς σταθμούς, όπως ο Ρ/Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Από τα κύρια μελήματά του ήταν η προάσπιση της ελληνικής γλώσσας στην ιστορική της συνέχεια, μέσω της έκδοσης λειτουργικών και άλλων κειμένων με ερμηνευτικό λεξιλόγιο. Παράλληλα, υποστήριξε την ενίσχυση και στήριξη υγιών οικογενειών.

Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε αγωνιστής με όραμα για ενότητα και κοινή πρόοδο. Τόνιζε διαρκώς τη σημασία της ορθόδοξης πνευματικότητας, μόρφωσης και κοινωνικής δράσης, όπως αναγράφεται και στην εφημερίδα «Επάλξεις»: «Ίνα σωφρόνως, δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν».

Παρά την κόπωση, τις προσωπικές δοκιμασίες και τις οικογενειακές απώλειες, δεν έχασε ποτέ το θάρρος, την πίστη και την ελπίδα του στον Θεό και στους Αγίους Του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ι.Λ.Ε.Α. εκφράζει τα ειλικρινή συλλυπητήριά του στην οικογένεια του εκλιπόντος. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου