Ο καημός της προσφυγιάς και της ρωμιοσύνης γέννησε έργα ανθρώπων σπουδαία
«Φεύγοντας, άφησα το παράθυρο ανοιχτό». Μια μικρή φράση είναι. Πέντε λέξεις. Έπεσα πάνω της το 2013, όταν αναζητούσα υλικό για μια παράσταση που ετοίμαζα για τη Μικρασία και την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η φρασούλα δεν είναι λογοτεχνική επινόηση. Είναι κομμάτι από αφήγηση μιας Μικρασιάτισσας που έζησε τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες το 1922. Εκατό χρόνια πριν. Με συγκλόνισαν αυτές οι πέντε λέξεις. Τις έκανα θεμέλιο και άξονα της παράστασης «Στο Γαλατά ψιλή βροχή» που παίχτηκε στο Ίδρυμα Κακογιάννης.
Γιατί άραγε από οτιδήποτε άλλο αυτή η γυναίκα μένει στο ανοιχτό παράθυρο; Γιατί δεν αναφέρει το βιός, τα μνήματα των προγόνων, τη ζωή που είχε εκεί στην πατρίδα; Γίνεται η ίδια ένα ανοιχτό παράθυρο. Από φόβο ίσως; Από την πίεση της φυγής για να γλιτώσει τη λεπίδα του εχθρού; Μπορεί. Όμως ένα ανοιχτό παράθυρο γίνεται και για να συμβολίσει την ανοιχτωσιά της συμβίωσης με τους αλλόφυλους και αλλόθρησκους γείτονές της. Αφήνει ανοιχτό το παράθυρο γιατί πιστεύει ή εύχεται πως σύντομα θα γυρίσει. Τόσο σύντομα, που στ' αλήθεια δεν χρειάζεται να το κλείσει.
Περιδιαβαίνοντας κανείς σήμερα τα περιβόλια με τα λιόδεντρα στην Τρίγλια ή τη Σιγή, περπατώντας στην αμμουδιά των Μουδανιών, αντικρίζοντας πλάι στο κύμα ό,τι έμεινε από τον ναό του Αγίου Αβέρκιου ή ακόμα τους εκατοντάδες ναούς της Καππαδοκίας, της Προύσας, της Σμύρνης, τις αίθουσες χορού και των Κυδωνιών την Ακαδημία, έχει την αίσθηση πως οι άνθρωποι εκείνοι που φρόντιζαν τα περιβόλια, που ψάρευαν στη θάλασσα, που έπαιζαν στα καφέ αμάν ή άναβαν τα καντήλια είναι εκεί. Δεν έφυγαν. Γυρνούν κάθε μέρα και πολλές φορές μες στην ημέρα πίσω. Περνούν από το ανοιχτό παράθυρο του νόστου, έτσι ώστε να έχουν την αίσθηση πως βαθιά μες στην καρδιά τους δεν έφυγαν ποτέ.
Στους νέους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν τα τέκνα της Μικρασίας, αλλά και της ευρύτερης Ανατολής, έχτισαν ναούς που θύμιζαν αυτούς που στέκουν εκεί πίσω, βουβοί πια. Άκουσαν από κάποιους «παλιοελλαδίτες» να τους αποκαλούν τουρκόσπορους. Εκεί Έλληνες, εδώ Τούρκοι. Παρ' όλα αυτά, φύλαξαν και τίμησαν τα ήθη, τα έθιμα, τη μουσική, τα τραγούδια, τον ιδιωματικό λόγο και τα μοιρολόγια που γεννήθηκαν εδώ και χιλιάδες χρόνια σε εκείνα τα χώματα.
Ο καημός της προσφυγιάς και της ρωμιοσύνης γέννησε έργα ανθρώπων σπουδαία. Είτε ήταν το μεροκάματο στη βιοπάλη είτε ήταν ένα έργο τέχνης είτε ήταν η διαρκής λαχτάρα για τον τόπο των προγόνων.
Τιμούμε το 2022, τη μνήμη των εκατό χρόνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, εν μέσω ενός άλλου πολέμου. Αυτού που διεξάγεται ανάμεσα στον εισβολέα στο έδαφος της Ουκρανίας και τους υπερασπιστές των πάτριων εδαφών τους. Εμείς ξέρουμε καλά από εισβολές. Μια τέτοια ζούμε εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, αφότου ο Τούρκος εισβολέας κρατά υπό κατοχήν το μισό σχεδόν της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κύπρου.
Πόσοι και πόσοι Ουκρανοί και Ουκρανές πρόσφυγες με τα παιδιά τους, κρατώντας μια μικρή τσάντα στο χέρι, δεν φεύγουν βιαστικά, αφήνοντας ίσως το δικό τους παράθυρο ανοιχτό. Πόσοι ομογενείς μας ανάμεσα τους, αιώνες τώρα ριζωμένοι στην Μαριούπολη, την Οδησσό, τα χωριά πάνω στα σύνορα των δύο χωρών. Ελληνισμός, εγκατεστημένος στην Ταυρίδα, από την εποχή των μύθων. Πριν ακόμα γράψει ο Ευριπίδης την «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Εκεί που σήμερα οι σφαίρες πέφτουν χαλάζι. Εκεί που μια νέα καταστροφή εξελίσσεται. Ένας νέος εκπατρισμός για τους Ουκρανούς, αλλά και για τους Ουκρανούς ελληνικής καταγωγής.
Πόσες φορές πρέπει να ακουστεί ακόμα το «φεύγοντας άφησα το παράθυρο ανοιχτό»...
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι βουλευτής Ανατολικής Αττικής και αναπληρωτής τομεάρχης Πολιτισμού ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου