Στο κέντρο ανάμεσα στα μέλη της Φιλότεχνης
Βαρβάρα Μπακάλη - Ταβλαρίδου και Λευτέρης Λουκαδής υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της εκδήλωσης
|
Ένα εξαίσιο αφιέρωμα, με θέμα «τα Κλέφτικα Τραγούδια ως ιστορικό
ντοκουμέντο» πραγματοποίησε το βράδυ της
Δευτέρας 28 Μαρτίου στη φιλόξενη στέγη της, η Φιλότεχνη Λέσχη των Αχαρνών, με αφορμή την επέτειο
της 25ης Μαρτίου.
Όπως τόνισε
καλωσορίζοντας τον κόσμο η Πρόεδρος της Φιλότεχνης Ειρήνη Μπαϊρακτάρη, η
πολιτιστική βραδιά πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία
της ποιήτριας – λογοτέχνιδας συντοπίτισσάς μας Βαρβάρας Μπακάλη – Ταβλαρίδου.
Η κα Μπακάλη εκφώνησε μια εμπεριστατωμένη μελέτη με
πολύτιμα ιστορικά στοιχεία, αφηγήσεις και ντοκουμέντα. Παράλληλα
προβλήθηκαν σχετικές εικόνες, ενώ στην
απαγγελία κλέφτικων τραγουδιών τη συνόδεψε αριστοτεχνικά, ο συντοπίτης μας κι εξαίρετος
ηθοποιός Λευτέρης Λουκαδής.
Επειδή όμως τα λόγια
είναι περιττά, ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας της Βαρβάρας Μπακάλη αλλά και
τα videos με τις καταπληκτικές απαγγελίες.
Η Ειρήνη Μπαϊρακτάρη καλωσορίζει τον κόσμο
Βαρβάρα Μπακάλη από αριστερά και Λευτέρης Λουκαδής άκρη δεξιά, απήγγειλαν κλέφτικα τραγούδια
ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ «Πλην της αρχαίας απλότητος και λιτότητοs, παρατηρούμεν και ακραιφνές νεωτερικόν πάθος και σθένος ακαταμάχητον εις τα δημοτικά τραγούδια , όπου η γλώσσα είναι έμπλεως ορμής προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους. Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις ότι είναι χείμαρροι αφρισμένοι, εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου»
ΚΑΡΛ ΜΕΝΤΕΛΣΟΝ ΜΠΑΡΤΟΛΝΤΥ (Γερμανός ιστορικός μελετητής της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας 1838-1897)
25.000 περίπου δημοτικά τραγούδια μας κληροδότησε η αναλλοίωτη ποιητική διάθεση του λαού μας. Οι αυτοσχέδιες μοιρολογήτρες του Ομήρου, οι λαϊκοί ποιητές των διονυσιακών εορτών, οι ανώνυμοι ραψωδοί του Ακριτικού κύκλου, μεταλαμπάδευσαν τη λανθάνουσα κληρονομική παρακαταθήκη που αναβλάστησε άξαφνα σ’ όλη την ανοιξιάτικη ανθοφορία της μες στο χειμώνα της εθνικής δουλείας.
Κάτω από την εξουθένωση της στυγνής τυραννίας, η δημιουργική συμβολή των λογίων ατρόφησε μέχρι παρακμής. Η ομάδα όμως, το σύνολο, ο λαός, στις ίδιες συνθήκες σκλαβιάς, με τη δική του γλώσσα , δημιούργησε μια δική του φιλολογία για να μελωδεί τις δόξες και τα πάθη του. Κι έκανε τον καημό και τον πόνο του, δεκαπεντασύλλαβο βάλσαμο στην πληγή του, παρηγοριά και πίστη στη μοίρα του. Ο ανώνυμος κι ως επί το πλείστον αγράμματος ποιητής- τραγουδιστής ανέλαβε αυθόρμητα να περιγράψει όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, και μεταξύ αυτών να υμνήσει το καμάρι της αδούλωτης λεβεντιάς, τους άθλους των αγέρωχων παλληκαριών, την αντρίκεια περιφρόνηση του κινδύνου και του θανάτου. Ετσι δημιουργήθηκαν τα κλέφτικα τραγούδια.
Ας θυμηθούμε όμως ποιοι ήσαν οι θρυλικοί, «κλέφτες», δηλαδή τα ένοπλα εκείνα αντάρτικα σώματα που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του συνόλου των αγωνιστών του 21 που ξεσηκώθηκαν εναντίον του Τουρκικού ζυγού και απελευθέρωσαν τον τόπο και των οποίων τα κατορθώματα διαδίδονταν από γενιά σε γενιά μέσω των δημοτικών τραγουδιών. Η αγάπη της ελευθερίας είναι έμφυτη στον άνθρωπο κι όποτε η κοινωνία δεν δίνει σοβαρές εγγυήσεις ομαλής διαβίωσης, η ζωή γίνεται βαρύς ζυγός. Αυτό συνέβαινε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Το φοβερό παιδομάζωμα έκανε την Ελλάδα επί δυο σχεδόν αιώνες να αιμορραγεί και να θρηνεί. Το περιβόητο «χαράτσι» εξουθένωνε οικονομικά το λαό, η αδικία και η δήθεν εφαρμογή των νόμων βασίλευαν και το «μπαξίς» στον κατακτητή είχε καταστεί θεσμός απαραίτητος για την επιβίωση. Και γενικότερα , όπως συμβαίνει πάντα με τον ηθικά και πνευματικά κατώτερο του κατακτημένου κατακτητή, οι στάσιμοι και οπισθοδρομικοί λόγω και της αντικοινωνικής θρησκείας τους Τούρκοι, μισούσαν και περιφρονούσαν τους γενεολογικά και πολιτιστικά προοδευτικότερους Ελληνες. Πόσο μάλλον που παρά τις απηνείς διώξεις, παρέμεναν στο σύνολό τους φανατικά ετερόθρησκοι σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους υπόδουλους λαούς της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας που σε μεγάλο βαθμό είχαν εξισλαμιστεί.
Πολλοί άνθρωποι τότε εγκατέλειπαν με τη θέλησή τους τη συμβίωση με τους άλλους, έπαιρναν τα όπλα και κατέφευγαν σε δυσπρόσιτες περιοχές προκειμένου να διατηρήσουν την προσωπική τους ελευθερία. Αυτή ήταν η τάξη των κλεφτών, των ένοπλων δηλαδή χριστιανών που ξεχώριζε για τον πολεμικό της χαρακτήρα, τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής και τους δικούς της κώδικες αξιών και συμπεριφοράς. Οι Τούρκοι τους ονόμασαν «κλέφτες» για να τους δυσφημήσουν, το μόνο όμως που κατάφεραν ήταν να κάνουν μια υβριστική λέξη να σημαίνει τον ήρωα, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην αρχαιότητα όπου το « ληστής » όχι μόνο δεν θεωρείτο αισχρό αλλά νομιζόταν και ένδοξο. « Το κλέφτης εβγήκε από την εξουσία» έχει πει εύστοχα ο Κολοκοτρώνης κι ένας ξένος περιηγητής ο Τουρνεφόρ , αναφερόμενος στους «χαϊνιδες», λέξη που σημαίνει κακοποιός όπως αποκαλούσαν τους κλέφτες στην Κρήτη, γράφει ότι «ονομάζουν με αυτό το όνομα τους Ελληνες επαναστάτες».
«Στις χώρες σκλάβοι κάθονται , τους Τούρκους εργατεύουν. Και στα βουνά κλεφτόπουλα με το σπαθί στο χέρι , πασσά τους έχουν το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι.
Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους» λέει ένα τραγούδι που εκφράζει χαρακτηριστικά την αντίθεση ανάμεσα στον υποταγμένο ραγιά και στο ανυπότακτο φρόνημα του κλέφτη.
«Ο πλούσιος έχει τα φλωριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια. Αλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζύρη, μα γω παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο, τόχει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνεια.»
« Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης και ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδια, κάμπους μ’ αμπελοχώραφα , κοπέλια να δουλεύουν. – Μάνα μ’ εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης και νάμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των Αγάδων. Φέρε μου το βαρύ σπαθί και το μακρύ ντουφέκι να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια, να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους, να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων και να σουρίξω κλέφτικα , να σμίξω με συντρόφους που πολεμούν με την τουρκιά και με τους αρβανίτες . Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται. – Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες. – Καλώς τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλληκάρι »
Το πασίγνωστο αυτό τραγούδι του Θεσσαλού κλέφτη Βασίλη, (κάποιες παραλλαγές τον θέλουν Δήμο) είναι η περίπτωση όλων των γενναιοφρόνων Ελλήνων που αντάλλασσαν την ευμάρεια του προσκυνημένου με την ελευθερία του κλέφτη. Τα σώματα των κλεφτών ήσαν οργανωμένα με τον τρόπο που επέβαλλε η πολεμική ανάγκη κι η παλιά στρατιωτική παράδοση που συνέχιζαν. Επικεφαλής ήταν ο «Καπετάνιος», ο δεύτερος τη τάξει ήταν το «πρωτοπαλλήκαρο» και οι άνδρες που απάρτιζαν τον «νταϊφά» δηλαδή την ομάδα λέγονταν «παλληκάρια». Οι νεώτεροι που ακολουθούσαν ως βοηθητικοί μέχρις ότου αποκτήσουν κι αυτοί οπλισμό και ενταχθούν στην ομάδα ήσαν τα «κλεφτόπουλα». Υπήρχε αυστηρή πειθαρχία και τήρηση της ιεραρχίας, σε περίπτωση δε θανάτου του Καπετάνιου, ανελάμβανε την ηγεσία συνήθως ο γιος του μόνον όμως αν εθεωρείτο άξιος απ’ όλα τα παλληκάρια. Τα καταφύγια τους στα απόκρημνα βουνά λέγονταν «λημέρια», οι σκοπιές που φύλαγαν «καραούλια» και τα σημεία οχύρωσής τους «μετερίζια». Οι παλαιότεροι κλέφτες προέρχονταν από Ελληνες στρατιωτικούς που υπηρετούσαν κατά την φραγκοκρατία στους στρατούς των ξένων και μάχονταν κατά των Τούρκων ενόσω η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οταν δε οι δυο αντίπαλοι ειρήνευσαν, αρκετοί από αυτούς συνέχισαν τον πόλεμο στα βουνά όπως π.χ. οι ατίθασοι Κολοκοτρωναίοι η πολεμική ιστορία των οποίων αρχίζει από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα. Αν και κάποιοι νεώτεροι ιστορικοί το αμφισβητούν, είναι φανερό ότι αυτά τα πρώτα άτακτα σώματα των κλεφτών είχαν πλήρη εθνική συνείδηση του προορισμού τους. Χαρακτηριστικό είναι ένα απ’ τα πιο παλιά δημοτικά τραγούδια, το περίφημο « Μάνα , σου λέω δε μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου».
Η ζωή των κλεφτών κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Κρύβονταν σε σπηλιές, κοιμόντουσαν ελάχιστα πάντα με το όπλο στο χέρι κι όταν δεν πολεμούσαν ασκούνταν στη σκοποβολή, το τρέξιμο, το λιθάρι, το άλμα προκειμένου ν’ αποκτήσουν αλλά και να διατηρούν την εξαιρετική φυσική κατάσταση που ήταν απαραίτητη για την επιβίωσή τους. Για κάποιους μάλιστα όπως οι περίφημοι Νικοτσάρας και Ζαχαριάς λέγεται πως συναγωνίζονταν στο τρέξιμο άλογα που κάλπαζαν, ο δε Ανδρούτσος περνούσε σφαίρα μεσ’ από δαχτυλίδι.
«Ανάθεμά τα τα βουνά με τα ζακόνια πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα, και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπ’ λα. Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίχνουν στο σημάδι, γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά κριάρια. Ποκεί οι τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπ’λα.»
Το τίμημα όμως αυτής της ελεύθερης ζωής πάνω στα κακοτράχαλα ελληνικά βουνά, βαρύ και επώδυνο.
«Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε, εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια. Μαύρη ζωή που κάνομεν εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζομε και δεν ασπροφοράμε, ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι. Δώδεκα χρόνους έκανα στους κλέφτες καπετάνιος. Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα, τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα. Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα και το καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο».
Αυτή η σκληραγώγηση και η συνεχής άσκηση και εγρήγορση, τους είχαν αναδείξει σε φοβερούς μαχητές που καθώς γνώριζαν σπιθαμή προς σπιθαμή τα εδάφη όπου δρούσαν, κινούνταν ταχύτατα, αιφνιδίαζαν και κατάφερναν σχεδόν πάντα να εκμηδενίζουν την υπεροχή του πολυαριθμότερου στρατού που στέλνονταν εναντίον τους. Ηταν η περίφημη τακτική του κλεφτοπόλεμου που εφαρμόστηκε με επιτυχία σ’ όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Ησαν εξοικειωμένοι απόλυτα με το θάνατο γι’ αυτό και πριν τις μάχες η ευχή που αντάλλασαν ήταν «καλό βόλι» ή «καλό μολύβι». Τον ήθελαν όμως ανώδυνο γι’ αυτό και φρόντιζαν να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι δεδομένου ότι γνώριζαν πολύ καλά τι μαρτύριο τους περίμενε αν πιάνονταν. Μεγάλο μέρος των κλέφτικων τραγουδιών είναι τραγούδια του θανάτου.
“Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά, κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα, κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα, κλαίνε κι οι κρυοβρυσούλες πόπινα νερό, κλαίνε και τα μετόχια πόπαιρνα ψωμί, κλαίνε τα μοναστήρια πόπινα κρασί. Φαρμάκι το μολύβι κι η λαβωματιά . τα μάτια μου σβησμένα κι όλο μ’ το κορμί, στην ερημιά μονάχος, δίχως συντροφιά, θεριά θε να με φάνε και τ’ άγρια πουλιά»
«Παιδιά μου μη σκανιάζεστε και μην παραπονιέστε , εγώ δεν έχω τίποτις, λίγο ’μαι λαβωμένος, πικρό είναι το λάβωμα , γλυκό ’ναι το μολύβι, τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, πάρτε με παλληκάρια μου, λίγα κι αντρειωμένα, για πάρτε με και βγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα, και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω, και φέρτε μου γλυκό κρασί από τους παπαδάδες να πλύνω τη λαβωματιά , οπούμαι λαβωμένος, και πάρτε το μαχαίρι μου τ’ ασημοχάτζαρό μου , και φτιάστε μου το μνήμα μου και φτιάστε το κιβούρι νάναι πλατύ, νάναι μακρύ, να παίρνει δυο νομάτους, να στεκ’ ορθός να πολεμώ, να πέφτω, να γιομίζω. Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι, να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια».
Ωστόσο είχαν κι οι κλέφτες τις δικές τους στιγμές χαράς και χαλάρωσης πάνω στις απάτητες βουνοκορφές όπου είχαν τα λημέρια τους και στην ανάπαυλα των σκληρών μαχών γλεντούσαν, τρώγοντας πίνοντας και χορεύοντας.
------------- «….Κέρνα μας σκλάβα , κέρνα μας , γεμάτα τα ποτήρια, και κείνονε οπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον και στο δικό μου το γυαλί ρίξε σπειρί φαρμάκι, για να το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι, να κατακάτσει ο σεβντάς , σεβντάς πούχω για σένα»
“Παίρνουν ν’ ανθίσουν τα κλαριά κ’ η πάχνη δεν τ’ αφήνει, θέλω κι εγώ να σ’ αρνηθώ και δε μ’ αφήνει ο πόνος. «Καλώς ανταμωθήκαμεν εμείς οι ντερτιλήδες, να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας. Πάλε καλές αντάμωσες , πάλε ν’ ανταμωθούμε στον Αη Λια στον πλάτανο , ψηλά στο κρυονέρι, πούχουν οι κλέφτες σύνοδο κι οι καπιταναραίοι, πούχουν αρνιά και σφάζουνε, κριάρια σουβλισμένα, οπ’ έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι κι έχουν τη Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν. Κι ο καπετάνιος τους μιλάει κι ο καπετάνιος λέει: - Για φάτε , πιέτε, βρε παιδιά , χαρήτε να χαρούμε τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλον ποιος το ξέρει, για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ’ άλλο κόσμο πάμε.»
Η γυναικεία παρουσία με τη μορφή συντρόφου των κλεφτών ή κάποιας αιχμάλωτης που τους κερνάει στα γλέντια, περιποιείται τις πληγές τους ή είναι αντικείμενο ερωτικού πόθου είναι συχνή στα κλέφτικα τραγούδια. Ωστόσο είναι παραδεκτό ότι η ευγενική συμπεριφορά τους απέναντι στις γυναίκες αποτελεί γενικό γνώρισμα του κλέφτικου βίου και μαρτυρεί τον ηθικό εσωτερικό κόσμο που στόλιζε τους αποκομμένους από τις χαρές της ζωής ορεσίβιους πολεμιστές.
«Που’ σουν περιστερούλα μου, τόσον καιρό που λείπεις; -Πήγα να μάσω λάχανα με τ’ άλλα τα κορίτσια κι οι κλέφτες μας αγνάντευαν από ψηλά λημέρια. -Κορίτσια μαυρομάτικα και γαϊτανοφρυδάτα για ελάτε στο λημέρι μας δυο λόγια να σας πούμε. Μην είναι τούρκοι στο χωριό, μην είναι αρβανίτες; -Εμείς εβγήκαμε ταχιά μες από το χωριό μας, δεν ξέρομε , δεν είδαμε κι αν είναι κι αν δεν είναι. Σαράντα κλέφτες ήτανε τριγύρω ξαπλωμένοι κι ένα μικρό κλεφτόπουλο ντυμένο σε χρυσάφι, απίδια μας εφίλεψε και κρύο νερό απ’ τη βρύση. – Σύρτε κορίτσια στο καλό κι ανθρώπου μην το πήτε»
Σαν παίρνεις τον κατήφορο, την άκρη το ποτάμι, με το πλατύ πουκάμισο, με τ’ άσπρο σου ποδάρι, χαμήλωσε τη μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια, να μη φανούνε τα φιλιά , να μη σε καταλάβουν, και σε ζηλέψουν τα πουλιά , της άνοιξης τ’ αηδόνια. Σύρε να ειπής της μάννας σου , να μη με καταριέται, τι θα την κάμω πεθερά , τι θα την κάμω μάννα. Αϊντε και βάνε τ’ άρματα κι έλα στην Κρύα Βρύση, να περπατάμε στα βουνά , στης Λιάκουρας τα χιόνια, να σαι τσ’ αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη, και μέσα στο λημέρι μου να λάμπεις σαν την Πούλια»
Υπήρξαν όμως και γυναίκες που πήραν τα όπλα κι ανέβηκαν στα βουνά όπως η θρυλική Διαμάντω.
«Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη, ποιος είδε κόρην έμορφη στα κλέφτικα ντυμένη;
Δώδεκα χρόνους έκανε αρματολός και κλέφτης,
κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν η Διαμάντω.
Μια μέρα και μιαν εορτή και μια λαμπρήν ημέρα, βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι.
Κι όπως επαίζαν το σπαθί κι ερίχναν το λιθάρι,
εκόπη το θηλύκι της κι εφάνη το βυζί της.
Τότες ο ήλιος έλαμψε και το φεγγάρι αστράφτει,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο το βλέπει και γελάει.
-Τι έχεις μωρέ κλεφτόπουλο κι όλο γελάς με μένα;
-Είδα τον ήλιο οπ’ έλαμψε και το φεγγάρι αστράφτει, είδα και τ’ άσπρο σου βυζί , που ’ν’ άσπρο σαν το χιόνι
-Σώπα μωρέ κλεφτόπουλο και μη το μαρτυρήσεις και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω για να βαστάς το διμισκί και το χρυσό ντουφέκι -Εγώ δε θέλω ψυχογιός , βαριά να με πλουτίσεις, για να βαστώ το διμισκί και το χρυσό ντουφέκι μον’ θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρεις άντρα. Σαν τονε πιάνει απ’ τα μαλλιά και τονε ρίχνει κάτω.. –Αφσε με κόρη απ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ απ’ το χέρι, και να σου γένω ψυχογιός, πιστά να σε δουλέψω»
Η αβεβαιότητα για το μέλλον τους και το συνεχές παιχνίδι με το θάνατο, είχαν μεταβάλει τους κλέφτες σε ανθρώπους σκληρούς και τραχείς που ήταν δύσκολο να τιθασσευθούν. Κι όπως είναι φυσικό δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια για όσους κατόρθωναν να σχηματίσουν περιουσία συμβιβαζόμενοι ή και συνεργαζόμενοι με τους Τούρκους και αδικούσαν τους φτωχούς ομογενείς τους, όπως η μισητή τάξη των κοτζαμπάσηδων. Οι «Τουρκολάτρες», όπως αποκαλούσαν αυτή την κατηγορία Ελλήνων, συνήθως τελείωνε άσχημα με τους κλέφτες. Συλλαμβάνονταν και δικάζονταν από τα παλληκάρια και η ποινή που επιβαλλόταν ήταν αμετάκλητη.
Διηγούνται πως σ’ ένα λημέρι κλεφτών υπήρχε μια τεράστια δρυς με μεγάλη κουφάλα στην οποία μπορούσε να κρυφτεί άνθρωπος. Εκεί λοιπόν έμπαινε ένας καλόγερος που ακολουθούσε τους κλέφτες και όταν έφερναν κανέναν Τουρκολάτρη για να τον δικάσουν έπαιζε το ρόλο της Πυθίας στο μαντείο. Ο καπετάνιος ρωτούσε το δέντρο «τι λες δεντρί να τον αφήσουμε για να τον κόψουμε;» Κι ακουγόταν απ’ το βάθος της κουφάλας μια υπόκωφη φωνή που έλεγε: «να πληρώσει χίλια γρόσια για τα παλληκάρια, πεντακόσια για τον Αη Λια και να πάει στον αγύριστο». Αλλά καμιά φορά ακουγόταν και η φοβερή ετυμηγορία «κόψτε τον».
«Κάτω στου Βάλτου τα χωριά, Ξηρόμερο και Αγραφα και στα πέντε βιλαέτια φάτε πιήτε μωρ’ αδέλφια. Εκ΄ειν’ οι Τούρκοι οι πολλοί ούλοι ντυμένοι στο φλωρί κάθονται και τρων και πίνουν και την Αρτα φοβερίζουν. Πιάνουν και γράφουν μια γραφή βρίζουν τα γένεια του κατή γράφουνε και στο Κομπότι προσκυνούν και το Δεσπότη. Ραγιάδες κάμετε καλά γιατί σας καίμε τα χωριά . Γρήγορα τ’ αρματωλίκι γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι.»
Το μένος των κλεφτών στρέφονταν και κατά των δημογερόντων που κατά κανόνα επεδίωκαν να έχουν καλές σχέσεις με τον κατακτητή και τους οποίους ονόμαζαν υποτιμητικά «ραγιάδες» και «τουρκογέροντες», χαρακτηρισμός που συναντάται συχνά σε γράμματα καπετανέων. Σ’ ένα γράμμα που ο φοβερός Ζαχαριάς στέλνει στον πρόκριτο του Αγίου Πέτρου Κονδάκη και στον παπά του χωριού λέει «….να μου στείλετε 100 δεκάρια φουσέκια , τρία πετσιά τσαρούχια , 500 ατσαλόπετρες και 2000 γρόσια για λουφέδες. Μη και δε μου τα στείλετε θα κατέβω στο χωριό σας και τότε θα τα διπλασιάστε». Ο Κονδάκης έστειλε τα ζητηθέντα, ο παπάς όμως όχι και ο Ζαχαριάς τον τιμώρησε σκληρά. Ενδεικτικό το τραγούδι που γράφτηκε γι’ αυτό το γεγονός στο οποίο ίσως με κάποια δόση υπερβολής περιγράφεται η αγριότητα του καπετάνιου.
« Τ’ ειν’ το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι; Τρία χωριά μας κλαίγονται , τρία κεφαλοχώρια. Μας κλαίγεται κι ένας παπάς από τον Αγιο Πέτρο τι τώκαμα του κερατά και κλαίγεται από μένα ; μήνα τα βόδια τ’ έσφαξα, μήνα τα πρόβατά του; τη μια του νύφη φίλησα , τις δυό του θυγατέρες το ΄να παιδί του σκότωσα , τ’ άλλο το πήρα σκλάβο, και πεντακόσια δυο φλωριά για ξαγορά του πήρα, όλα λουφέ τα μοίρασα , λουφέ στα παλληκάρια, κι ατός μου δεν εκράτησα τίποτα για τα μένα».
Σκληρός κι ανάλγητος ο Πελοποννήσιος καπετάνιος, όπως σκληρή κι ανάλγητη και η τότε εποχή για το σώμα των κλεφτών, όμως είχε και πλήρη συνείδηση ότι τα συμφέροντα των Ελλήνων ήσαν κοινά.
Γράφει στον Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα όταν αυτός καταδιωκόμενος κατέφυγε στη Μάνη: «Να περάσεις πέρα στη Ρούμελη κι από κει τραβάς για Ολυμπο και να μου γράφεις. Πάντα εσύ στη Ρούμελη κι εγώ στο Μωριά ν’ ακουγόμαστε και να βαστάς τα δικά μου σχέδια ν’ ακούγεσαι μ’ όλα τα καπετανάτα της Ρούμελης καθώς κι εγώ ακούγομαι στο Μωριά. Κι εγώ θ’ αρχίσω ν’ ακούγομαι με τη Φραγκιά να ελευθερώσουμε την πατρίδα από τους Μουρτάτες». Ηταν η εποχή που ο Ναπολέων προσπαθούσε να υποκινήσει επανάσταση στην Ελλάδα για να βρει αφορμή να κάνει απόβαση στην Πελοπόννησο. Ο Ζαχαριάς υπήρξε ο πρώτος οπλαρχηγός που αμφισβήτησε τόσο έντονα την Τουρκική κυριαρχία. Στη δική του μάλιστα ομάδα πρωτοεντάχτηκε και μαθήτευσε το 1784 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης . Επιχείρησε δε να οργανώσει τους οπλαρχηγούς σ’ ένα είδος ομοσπονδίας με σκοπό την αυτονομία κι έστειλε σχετικά γράμματα στους προεστούς καλώντας τους να βοηθήσουν. Οι προεστοί τρομοκρατημένοι τον παρακάλεσαν να παραιτηθεί από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για να μην εξαγριωθούν οι Τούρκοι. Κι εκείνος απάντησε : « Μου γράφετε ότι θα χαθούν τα χωριά σας. Στάχτη να γίνουν. Ντουφέκι και σπαθί. Η να ελευθερωθούμε ή να πεθάνουμε.»
Οι παρόμοιες με την ανωτέρω επιχειρήσεις των κλεφτών έκαναν μέρος εκπροσώπων της συνεργαζόμενης με τον κατακτητή τότε άρχουσας τάξης ν’ απευθυνθούν στην Πύλη και να ζητήσουν από τον Σουλτάνο ν’ αναλάβει δράση εναντίον τους.
«Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου πιάνουν και γράφουν μια γραφή, στο βασιλιά στην Πόλη:
- Ακουσε αφέντη βασιλιά και πολυχρονεμένε! Οι κλέφτες πούναι στο Μωριά γενήκαν βασιλιάδες ο Θοδωράκης βασιλιάς κι ο Γιάννης ειν’ βεζύρης κι ο Γιώργος από τον Αϊτό είναι κατής και κρένει. Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε , πολύ του κακοφάνη κι ευτύς φιρμάνι έβγαλε και στο Μωριά το στέλνει: Τους κλέφτες να σκοτώσουνε , τους Κολοκοτρωναίους!»
Πράγματι το 1805 αφού απαλλάχτηκαν με προδοσία από τον τρομερό Ζαχαριά, ολόκληρος τουρκικός στρατός εκστράτευσε εναντίον των Κολοκοτρωναίων με αποτέλεσμα τη δραματική περιπέτεια στα βουνά της Πελοποννήσου και τη φυγή της οικογένειας στη Ζάκυνθο. Είχε προηγηθεί το 1780 το ξεκλήρισμα των Κολοκοτρωναίων και του Παναγιώταρου Βενετσανάκου κατά την πολιορκία τους από τον Καπετάν πασά στον πύργο της Καστάνιτσας όπου είχαν οχυρωθεί μαζί με περί τα 150 παλληκάρια. Την αιματηρή αυτή μάχη και την τραγική κατάληξή της περιγράφουν συγκλονιστικά τα τραγούδια που ακολουθούν:
1.-«Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος.
Εσύρανε τα ρέματα, εσύραν τα λαγκάδια,
κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ' εκόπη το γιοφύρι,
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις ασημομπιστόλαις.
Κινάν και πάν 'ς την εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε,
φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις ασημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτουργήσανε και βγήκαν 'ς την κουβέντα,
πετάχτηκε ό Κωσταντής και λέει του Δημητράκη.
"Τούτ’ η χαρά πού χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρη,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο θιος να μας γλυτώση."
Τακούει ο Παναγιώταρος κ'εσβήστη από τα γέλια.
"Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή, τι λες, τι κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι; Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλαμάνος."
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κ' η συντυχιά κρατειώταν,
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους.
2.- «Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ' η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου.
'Σ την Άρια που έρρηξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι.
"Ποιος ειν' ο Παναγιώταρος, ποιο λεν Κολοκοτρώνη,
να ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε."
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
"Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη, ο νους σου μη το βάνη,
τ’ άρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια."
Κι' ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη. Δώδεκα ημέρες πολεμάει με τόπια με ντουφέκια,
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί 'ς τον πύργο τά βαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε, κ' ήθελε για να πέση..
Τρεις περδικούλες κάθονται στον πύργο της Καστάνιας, η μια κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το Δημητράκη, κ’ η Τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη.»
Στα ιστορικά κλέφτικα τραγούδια έχουν καταγραφεί τα ηρωϊκά κατορθώματα ονομαστών κλεφτών και μετέπειτα αρματολών που πήραν μυθικές διαστάσεις στη συνείδηση του σκλαβωμένου γένους και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον ξεσηκωμό του απλού λαού. Ο Κατσαντώνης, ο Χρήστος Μηλιώνης, ο Βλαχοθανάσης ,ο Μπαρζάκας, ο Νικοτσάρας, οι Ανδρούτσοι, οι Μπουκουβαλαίοι, οι Κοντογιανναίοι και πλήθος άλλοι τα ονόματα των οποίων δεν είναι δυνατόν εδώ να αναφερθούν, πρωταγωνιστούν σε τραγούδια με μοναδική ζωντάνια κι εκφραστική δύναμη που θυμίζουν τις περιγραφές των μαχών στις ραψωδίες του Ομήρου.
Με την ανάγνωση κάποιων από αυτά που γράφτηκαν πριν από το 1821 με ενδεικτική χρονολογική σειρά, θα κλείσω το μικρό αυτό αφιέρωμα στα κλέφτικα τραγούδια, τα έπη που γράφτηκαν απ’ το λαό μας γι’ αυτούς που αποτέλεσαν τη «μαγιά της λευτεριάς του».
ΤΟΥ ΛΙΒΙΝΗ (οπλαρχηγός από το Καρπενήσι που εντάχτηκε αρχικά στον Ενετικό στρατό 1685)
Τρία μεγάλα σύγνεφα 'ς το Καρπενίσι πάνε,τό να φέρνει αστραπόβροντα, τάλλο χαλαζοβρόχια,
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη.
"Σε σένα, Μήτρο μου γαμπρέ, Σταθούλα ψυχογιέ μου,
αφήνω τη γυναίκα μου, το δόλιο μου το Γιώργη,
που ναι μικρός για φαμελιά κι' άπ' άρματα δεν ξέρει.
Και σα διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι,
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τάρματά μου,
που τά χωσα 'ς την εκκλησιά, μέσα 'ς το άγιο βήμα,
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι ο Τουρκοκωσταντάκης."
2.-ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΩΝΗ(οπλαρχηγός από τη Δωρίδα 1750)
Τρία πουλάκια κάθονται ‘ς τη ράχη 'ς το λημέρι,
τό να τηράει τον Αρμυρό, τάλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει,
Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ 'ς το Βάλτο φάνηκε, ουδέ 'ς την Κρύα βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κ’ επήγε προς την Άρτα,
κ' επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες.
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη,
Το Μαυρομάτη νέκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα.
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
το Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι.»
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξη!
κί' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.
'Στον Αρμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση.
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν 'ς τα λημέρια.
Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,
"Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κ' οι αγάδες.
-Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει."
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο.
Φωτιάν εδώσαν 'ς τη φωτιά, κ’ έπεσαν εις τον τόπο.
3.-ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ (Γενάρχης Ακαρνάνων κλεφτών1769)
Τι νά ναι ο αχός που γίνεται κ' η ταραχή η μεγάλη,
'ς τη μέση 'ς το Κ εράσοβο και 'ς τη μεγάλη χώρα;
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους.
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, και τα βουνά βογγάνε.
Κ' ένα πουλάκι φώναξε ναπό ψηλό κλαράκι.
"Πάψε, Γιάννη μ', τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
να κατακάτση ο κουρνιαχτός, να σηκωθή η αντάρα, να μετρηθή κ' η κλεφτουριά, να μετρηθή τασκέρι. Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φοραίς και λείπουν πεντακόσιοι,
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβένταις.
4.- ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ(από τη Βουνιχώρα Δωρίδος 1771)
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα, το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:
"Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
-Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω,
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες."
"Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι,
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!"
Κι' ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
"Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι' αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος."
Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε.
5. -ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΤΣΟΥ( Λοκρός, πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου 1792)
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
-η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 'ς τους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας.
Βουνίμ', που σαι ψηλότερα και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ναι, τι να γίνηκαν οι κλέφταις οι Ανδριτζαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρήνουν 'ς το σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
-Τι να σου πω, μωρέ βουνί, τι να σου πω, βουνάκι τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρήνουν 'ς το σημάδι,
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια."
Κ' η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, τηράει κατά τη Σκάλα.
"Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δώ μου τη λεβεντιά μου,
μη λειώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω."
6.- ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΑΚΗ(οπλαρχηγός της Υπάτης 1806)
Θέλετε δέντρ' ανθήσετε, θέλετε μαραθήτε,
'ς τον ήσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και 'ς τη δροσιά σας,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάση το κλαρί, ν' ανοίξη το ροδάμι,
να βγω ψηλά 'ς τον Αρμυρό, ψηλά 'ς την Παλιοβούνα,
για να σιουρίξω κλέφτικα, να μάσω τα μπουλούκια.
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε, όλα να μαζωχτήτε,
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφταις. Σέρνει τσεκούρια 'ς τάλογα, τσεκούρια 'ς τα μουλάρια,
για να τσακίζη γόνατα, για να τσακίζει χέρια.
Κι’ όσοι κλέφτες τ' ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν.
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήση.
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι.
"Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Ελάτε, παλληκάρια μου, όλοι να συναχτήτε,
τι έχω να κάμω πόλεμο μ’ αυτόν το Σουφ αράπη,
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλληκαριά μας,
να ιδή ντουφέκι κλέφτικο, τα βόλια μας πού πέφτουν,
να μη περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες."
7.-.ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ (από την Ελασσώνα 1807)
Τρία κομμάτια σύννεφα 'ς τον Έλυμπο, 'ς τη ράχη,
τό να βαστάει τη δροσιά, τάλλο βαρύ χαλάζι,
το τρίτο το μαυρότερο τη θάλασσ’ αγναντεύει. "Πάψε, γιαλέ μου, το θυμό, πάψε τα κύματα σου,
να βγουν τα κλεφτοκάραβα, πόχουν τους κλέφταις μέσα,
να βγή κι' ο Νίκος μια βολά ψηλά 'ς τ’ Αργυροπούλι."
Όσαις μαννούλαις τ' άκουσαν, όλαις κινούν και πάνε.
"Νίκο μ', το πού είν' οι άντρες μας, το πού ναι τα παιδιά μας;
-Οι άντρες σας δεν είν' εδώ, νουδέ και τα παιδιά σας,
πάησαν πέρα 'ς το Χάντακα 'ς το έρημο το Πράβι,
πάν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια."
Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμμένα;
Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας ; Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας,
ο Νικοτσάρας πολεμάει, με τρία βιλαέτια,
τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέραις κάνει πόλεμο, τρεις μέραις και τρεις νύχτες,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.
Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Τα παλληκάρια φώναξε 'ς τοις τέσσερες ο Νίκος.
"Ακούστε, παλληκάρια μου, λίγα κι’ αντρειωμένα,
βάλτε τσελίκι 'ς την καρδιά και σίδερο 'ς τα πόδια, κι’ αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας,
γιρούσι για να κάμωμε να φτάσωμε το Πράβι."
Το δρόμο πήραν σύνταχα κ' έφτασαν 'ς το γιοφύρι, ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει,
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν.
Αφησα τελευταίο ένα απ’ τα πολλά τραγούδια που γράφτηκαν για τον πιο ονομαστό κλέφτη της προεπαναστατικής περιόδου, τον περίφημο Κατσαντώνη που υπήρξε ο φόβος και τρόμος των Τουρκαλβανών. Η μονομαχία του με τον έμπιστο του Αλη Πασά το φοβερό Δερβέναγα Βεληγκέκα, που γνωρίζουμε και ως ήρωα του θεάτρου σκιών, έχει μείνει θρυλική.
8.-ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ
Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε του να κάνη φρόνιμα κι' όλο ταπεινωμένα,
δεν ειν' ο περσινός καιρός να κανη όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βέλη Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι' ο Κατσαντώνης τό μαθε, και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει 'ς την Τουρκιά, 'ς αυτόν το Βέλη Γκέκα.
«Όπου θα τά βρη τα παιδιά, ας τά βρη κι' ας τα πάρη!»
Κι' ο Βέλη Γκέκας έτρωγε 'ς ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κ' οι τρεις ξανθομαλλούσαις,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη νη καλύτερη με τασημένιο τάσι. Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν κ' εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη.
"Να βγης, Βέλη μου, 'ς τ' Άγραφα, να βγης ν' ανταμωθούμε.»
Κι' ο Βελή Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη,
'ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
"Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλληκάρια,
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη."
Κι' ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.
Κι' ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους.
"Πού πας, Βέλη ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
-'Σ εσέν' Αντώνη κερατά, 'ς εσένα παλιοκλέφτη.
-Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, δεν ειν' εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια, εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν."
Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε, τη μια μεριά 'ς την άλλη
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε 'ς την καρδιά του. Το στόμα του αίμα γέμισε, ταχείλι του φαρμάκι, κ' η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει. "Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρ’ τ’ άρματά μου,
να μην τα πάρη η κλεφτουριά κι’ ο σκύλος Κατσαντώνης.
Όπως είναι γνωστό ο Κατσαντώνης, συνελήφθη ύστερα από προδοσία ενώ κρυβόταν βαριά άρρωστος σε μια σπηλιά στα Αγραφα και εκτελέστηκε με μαρτυρικό τρόπο στα Γιάννενα το 1808. Η παράδοση λέει πως κατά την ώρα του φρικτού μαρτυρίου του τραγουδούσε τραγούδια λευτεριάς.
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλαις,
και σεις Τσουμέρκα κι' Άγραφα, παλληκαριών λημέρια.
Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιο μου,
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι’ απάτη. Αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο ‘ς το στρώμα,
ωσάν μωρό 'ς την κούνια του, ‘ς τα σπάργανα δεμένο.
Τον αγώνα εναντίον των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά συνέχισε ο αδελφός του Κώστας, γνωστός με το προσωνύμιο «Λεπενιώτης», σύμφωνα με την εντολή του αδελφού του:
«Φουχτιά να βάλει στ' ΄Αγραφα, στου Μέγα μαναστήρι,
για να καεί κ' ηγούμενους μ' όλους τους καλοΐρους,
που παν κι μη προυδώσανι στους σκυλουαρβανίτις».
Αυτά είναι μερικά απ’ τα τραγούδια που μας παρέδωσε ο αδιάψευστος μάρτυρας των ηρωϊκών αγώνων των κλεφτών, η Λαϊκή Μούσα για κάποιους απ’ τους φημισμένους προμάχους της εθνεγερσίας του1821. Τα κατορθώματά τους, διέσωσαν την αξιοπρέπεια του σκλαβωμένου Γένους, τόνωσαν την περηφάνια του, αναπτέρωσαν το φρόνημα και την αυτοπεποίθησή του και συντήρησαν άσβεστη τη φλόγα της ελευθερίας που σιγόκαιγε στα στήθη του απλού λαού. Αυτή η φλόγα φούντωσε την άνοιξη του 1821 και οδήγησε στο μεγάλο ξεσηκωμό με το καταλυτικό σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος».
ΤΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ
«Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια κρυφά το λέει κι ο γούμενος από την Αγια Λαύρα: - Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθείτε, δεν ειν’ ο περσινός καιρός κι ο φετεινός χειμώνας. ,
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους τούρκους να διώξουμ’ όλη την τουρκιά ή να χαθούμε όλοι.»
Βαρβάρα Ταβλαρίδου Μπακάλη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ του Σπυρίδωνος Τρικούπη 1860
2) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ του Διονύσιου Κόκκινου 1931
3) ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ του Μιχάλη Περάνθη
4) ΙΝΤΕΡΝΕΤ
Ακολουθούν χαρακτηριστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα της βραδιάς
Ο κόσμος παρακολούθησε την ομιλία της Βαρβάρας Μπακάλη αλλά και τις απαγγελίες του συντοπίτη μας ηθοποιού, με μεγάλο ενδιαφέρον
Το νέο αίμα της Φιλότεχνης, χαμογελά στο φακό
Σοφία Σκρέκη και Θανάσης Κατάρας παρακολουθούν τον Λευτέρη Λουκαδή με προσήλωση
Ο Λευτέρης Λουκαδής ανάμεσα στη Βαρβάρα Μπακάλη - Ταβλαρίδου και την αγαπημένη του σύζυγο Μαρία Πλευράκη
Πάντα κοντά στην Φιλότεχνη των Αχαρνών και ο εκ Φυλής ορμώμενος, Βαγγέλης Βάθης
Η γλυκύτατη Βαρβάρα Μπακάλη, μετά από παράκληση του ΜΕΝΙΔΙΑΤΗ, ποζάρει κάτω από την προσωπογραφία του μεγάλου μας λαϊκού ζωγράφου, Χρήστου Τσεβά
Ακολουθούν τα videos με την ομιλία της και τις απαγγελίες στο οποίο διακρίνονται κυρίως, οι υπέροχες εικόνες - ιστορικά ντοκουμέντα που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της επετειακής εκδήλωσης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου